-
1 συῤ-ῥάπτω
συῤ-ῥάπτω, zusammennähen; δέρματα νεύρῳ βοός, Hes. O. 546; Her. 2, 86. 4, 64; Plut. Lys. 16; übh. zusammensetzen, übertr., Ränke u. dgl. einfädeln; Plat. sagt Euthyd. 303 e ξυῤῥάπτετε τὰ στόματα τῶν ἀνϑρώπων, den Leuten das Maul vernähen, verstopfen, d. i. sie zum Schweigen bringen; vgl. τὰς ἐπιϑυμίας συῤῥάψαι ταῖς ἀπολαύσεσι, Plut. S. N. V. 21 (p. 271).
-
2 συῤῥάπτω
συῤ-ῥάπτω, zusammennähen; übh. zusammensetzen, übertr., Ränke u. dgl. einfädeln; ξυῤῥάπτετε τὰ στόματα τῶν ἀνϑρώπων, den Leuten das Maul vernähen, verstopfen, = sie zum Schweigen bringen
См. также в других словарях:
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek