-
1 ῥάπτω
V 1-0-0-2-0=3 Gn 3,7; Jb 16,15; Eccl 3,7to sew [abs.] Eccl 3,7; to sew together [τι] Gn 3,7; to sew sth on sth [τι ἐπί τινος] Jb 16,15 Cf. CAIRD 1976, 82(→συρ-, ὑποῥάπτω,,)
См. также в других словарях:
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek