-
1 συστρεπτικός
συστρεπτικόςcoagulative: masc nom sg -
2 συστρεπτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστρεπτικός
-
3 συστρεπτικός
συ-στρεπτικός, ή, όν, zusammendrehend, -ziehend; dicht, fest machend -
4 συστρεπτικόν
συστρεπτικόςcoagulative: masc acc sgσυστρεπτικόςcoagulative: neut nom /voc /acc sg -
5 συστρεπτικώς
-
6 συστρεπτικῶς
-
7 крутильный
επ.συστρεπτικός•-ая машина, станок συστρεπτική μηχανή.
-
8 συναπτικός
II Gramm., σ. σύνδεσμος or ὁ ς. alone, hypothetical conjunction (εἰ, εἴπερ, etc.), Chrysipp.Stoic.2.68, D.T. 642.32, Plu.2.386f, A.D.Conj.218.11. Adv. - κῶς, gloss on αὐτοσχεδόν, Sch.Hes.Sc. 189; on ἄφαρ, Sch.D Od.2.169.III = συστρεπτικός, of cold, Gal.17(2).37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναπτικός
См. также в других словарях:
συστρεπτικός — coagulative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρεπτικός — ή, όν, Α [συστρέφω] (για το ψύχος) αυτός που έχει την ιδιότητα να πήζει κάτι («ψυχρὸν πάνυ, συστρεπτικόν», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
συστρεπτικόν — συστρεπτικός coagulative masc acc sg συστρεπτικός coagulative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συστρεπτικῶς — συστρεπτικός coagulative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)