Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συστρεπτικός

См. также в других словарях:

  • συστρεπτικός — coagulative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρεπτικός — ή, όν, Α [συστρέφω] (για το ψύχος) αυτός που έχει την ιδιότητα να πήζει κάτι («ψυχρὸν πάνυ, συστρεπτικόν», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • συστρεπτικόν — συστρεπτικός coagulative masc acc sg συστρεπτικός coagulative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστρεπτικῶς — συστρεπτικός coagulative adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»