-
1 συστήματα
σύστημαwhole compounded of several parts: neut nom /voc /acc pl -
2 ξυστήματα
συστήματα, σύστημαwhole compounded of several parts: neut nom /voc /acc pl -
3 serial sampling inspection schemes
French\ \ inspection par échantillon séquentielGerman\ \ serieller StichprobenprüfplanDutch\ \ serial sampling inspection schemesItalian\ \ schema di ispezione a campionamento serialeSpanish\ \ sistemas de inspección por muestreo de serieCatalan\ \ inspecció per mostreig seqüencialPortuguese\ \ esquemas de inspecção por amostragem serial; esquemas de inspeção por amostragem serial (bra)Romanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ σειριακή συστήματα δειγματοληψίας επιθεώρησηFinnish\ \ sarjaotantaan perustuva tutkimusasetelmaHungarian\ \ sor mintavétel ellenõrzési sémákTurkish\ \ serisel örnekleme denetim düzenleriEstonian\ \ järjendvalikuga kontrollskeemidLithuanian\ \ eilės atrankos kontrolės schemosSlovenian\ \ -Polish\ \ plan kontroli wyrywkowej; plan kontroli szeregowejRussian\ \ последовательная схема выборочного контроляUkrainian\ \ схема контролю серійного доборуSerbian\ \ -Icelandic\ \ raðnúmer sýnatöku kerfum skoðunEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ خطط فحص تتابعي بالعينةAfrikaans\ \ reekssteekproefinspeksieskemasChinese\ \ 序 列 抽 样 检 验 方 案Korean\ \ 계열샘플링검사계획[설계], 계열표집검사계획[설계] -
4 πεντάχορδος
πεντᾰ-χορδος, ον,A five-stringed, [ μάγαδις] Ath.14.637a : -χορδον, τό, a five-stringed instrument, Poll.4.60 ; π. συστήματα scales of five notes, Theo Sm.p.49 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάχορδος
-
5 ἀνομοιομερής
ἀνομοιο-μερής, ές,A consisting of unlike parts, not homogencous, esp. of organs, opp. tissues, Arist.HA 486a7, Mete. 388a18, GA 722b31, Thphr.Fr.22, Gal.6.844, al.2 in Metric, [συστήματα] κατὰ περικοπὴν ἀνομοιομερῆ Heph.
Poëm.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνομοιομερής
-
6 ἐναρμόνιος
ἐναρμ-όνιος, ον,A of musical sound, musical,ἔνρυθμος καὶ ἐ. αἴσθησις Pl.Lg. 654a
;ἐ. ἡ φωνὴ φερομένων κύκλῳ τῶν ἄστρων Arist.Cael. 290b22
;ἐναρμόνιον μελψδεῖν Luc.DDeor.7.4
; νέκταρ, of music, AP7.29 (Antip. Sid.): metaph., in harmony with,ταῖς τῶν βίων ὑποθέσεσι Ti.Locr.103c
. Adv.- ίως Ph.1.107
, Corn.ND32, Eustr. inEN9.2, Eust.1422.19.2 in Lit. Crit., harmonious,περίοδος D.H.Dem.24
; μεταβολαὶ ἐ. changes of harmony, Id.Comp.19, cf. ib.6 ([comp] Comp.).II in Music, enharmonic,συστήματα Aristox.Harm.p.17M.
; δίεσις ib.p.47 M.;ἐ. μέλη Arist.Pr. 918b22
(s. v.l.), cf. POxy.667.1, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναρμόνιος
-
7 ἐπιπορεύομαι
A travel, ψυχῆς πείρατα οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν- όμενος ὁδόν Heraclit.45
; march, Plb.1.12.4, al.: c.acc., τὴν χώραν traverse, ib.30.14: c.dat.,τοῖς ἀγροῖς Plu.Lyc.28
(s.v.l.);ἐπὶ τοὺς τόπους PLille 3.78
(iii B.C.).2. = ἐπιπάρειμι (B) 4, of a general, - όμενοςτὰ συστήματα παρεκάλει Plb.11.12.1
, cf. 15.10.1, Plu.Tim.12; also ἐ. ἐπὶ τὸ πλῆθος come before the assembly, Plb.4.9.2;πρός τινα Ev.Luc. 8.4
: metaph., go or run through, τῇ διανοίᾳ, τῇ ὄψει, Plu.2.470a.3. Astron., reach,τινὶ τῶν κέντρων Ptol.Tetr.99
: c.acc., ἡλίου τὸν Κριὸν ἐ. begins to traverse the Ram, Jul.Or.5.172c.4. ἐ. τὸν ἱστόν, = ἐποίχομαι (q.v.), Ephor.5J.5. take legal proceedings against a person, PHib.1.96.10 (iii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπορεύομαι
-
8 ὀκτάχορδος
ὀκτά-χορδος, ον,A with eight strings or notes,ἐμμέλεια Plu.2.1029c
;συστήματα Aristox.Harm.p.96
M., Theo Sm.p.49 H.: -χορδον, τό, octachord, Nicom.Harm.11, POxy.667.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀκτάχορδος
См. также в других словарях:
συστήματα — σύστημα whole compounded of several parts neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρύθμισης, συστήματα — Συσκευή ή σύνολο συσκευών, που προορίζονται για να πραγματοποιούν μια ρύθμιση, να διατηρούν δηλαδή σταθερό ένα ορισμένο φυσικό μέγεθος π.χ. μια ταχύτητα, ένα ηλεκτρικό ρεύμα, μια θερμοκρασία, τη στάθμη ενός υγρού κλπ.). Το ρυθμιζόμενο μέγεθος… … Dictionary of Greek
διοικητικά συστήματα — Τα συστήματα οργάνωσης της κρατικής διοίκησης και κατ’ επέκταση της διοίκησης κάθε συλλογικού φορέα. Τα κύρια συστήματα διοικητικής οργάνωσης είναι δύο: το συγκεντρωτικό και το αποκεντρωτικό. Στο συγκεντρωτικό σύστημα, η εξουσία ενός διοικητικού… … Dictionary of Greek
συναλλαγματικά συστήματα — Υπάρχουν βασικές διαφορές, στα θέματα του εξωτερικού σ. ανάλογα με τα νομισματικά συστήματα που εφαρμόζονται στις διάφορες χώρες. Θα περιγράψουμε εδώ σύντομα τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται οι εξωτερικές συναλλαγές στα κυριότερα από αυτά … Dictionary of Greek
ξυστήματα — συστήματα , σύστημα whole compounded of several parts neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
πληροφορικός — ή, ό, Ν [πληροφορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τής πληροφορικής 2. το θηλ. ως ουσ. η πληροφορική επιστήμη που ασχολείται με την ορθολογική διά μηχανών επεξεργασία τής πληροφορίας, η οποία νοείται ως θεμέλιο τών ανθρώπινων… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek