Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

συστήματα

См. также в других словарях:

  • συστήματα — σύστημα whole compounded of several parts neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρύθμισης, συστήματα — Συσκευή ή σύνολο συσκευών, που προορίζονται για να πραγματοποιούν μια ρύθμιση, να διατηρούν δηλαδή σταθερό ένα ορισμένο φυσικό μέγεθος π.χ. μια ταχύτητα, ένα ηλεκτρικό ρεύμα, μια θερμοκρασία, τη στάθμη ενός υγρού κλπ.). Το ρυθμιζόμενο μέγεθος… …   Dictionary of Greek

  • διοικητικά συστήματα — Τα συστήματα οργάνωσης της κρατικής διοίκησης και κατ’ επέκταση της διοίκησης κάθε συλλογικού φορέα. Τα κύρια συστήματα διοικητικής οργάνωσης είναι δύο: το συγκεντρωτικό και το αποκεντρωτικό. Στο συγκεντρωτικό σύστημα, η εξουσία ενός διοικητικού… …   Dictionary of Greek

  • συναλλαγματικά συστήματα — Υπάρχουν βασικές διαφορές, στα θέματα του εξωτερικού σ. ανάλογα με τα νομισματικά συστήματα που εφαρμόζονται στις διάφορες χώρες. Θα περιγράψουμε εδώ σύντομα τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται οι εξωτερικές συναλλαγές στα κυριότερα από αυτά …   Dictionary of Greek

  • ξυστήματα — συστήματα , σύστημα whole compounded of several parts neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • πληροφορικός — ή, ό, Ν [πληροφορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τής πληροφορικής 2. το θηλ. ως ουσ. η πληροφορική επιστήμη που ασχολείται με την ορθολογική διά μηχανών επεξεργασία τής πληροφορίας, η οποία νοείται ως θεμέλιο τών ανθρώπινων… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»