-
1 συρίττω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συρίττω
-
2 διασυρίζω
A whistle, of the wind, LXXDa.3.50; f.l. in Theopomp. Hist.76:—also [suff] διασυν-σῡρίττω, c. acc. metaph.,τὸ τῆς φήμης πτερὸν τὴν ὕβριν ἁπανταχῇ δ. Lib.Decl.40.59
; also, whistle away, waste idly, τὴν μέχρι τῆς αὐλῆς (sc. ὁδόν) Lyd.Mag.2.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασυρίζω
-
3 συρίζω
σῡρίζω, A.Pr. 357, Th. 463, Hp.Int.10, E. Ion 501 (lyr.), Apollod. 3.10.2; [dialect] Att. [full] συρίττω Pl.Tht. 203b, Arist.HA 611b26; [dialect] Dor. [full] συρίσδω Theoc.1.3, etc.: [tense] fut.Aσυρίξομαι Luc.
Bis Acc.12, etc.; , Longus 2.23; , al.: [tense] aor. ; laterἐσύρισα Babr.114.4
, Luc.Harm.2: ( Συρίγγ-yw, cf. σῦριγξ):— play the σῦριγξ, pipe,ὅτε.. συρίζεις, ὦ Πάν E.
l.c.;ἁδὺ δὲ καὶ τὺ συρίσδες Theoc.1.3
; (lyr.): c. acc. cogn.,συρίζων ποιμνίτας ὑμεναίους Id.Alc. 576
(lyr.).II make any whistling or hissing sound, hiss like a serpent,συρίξας ἐγώ Ar.Pl. 689
; ψόφος.. οἷον συριττούσης τῆς γλώττης, of the tongue sounding ς, Pl.Tht. 203b;συριζόντων κατὰ πρύμναν.. πηδαλίων E.IT 431
(lyr.); of the wind, whistle, Babr. l.c.: c. acc. cogn.,συρίζων φόβον A.Pr. 357
; .2 hiss an actor (cf.σῦριγξ 1.2
),ἐξέπιπτες ἐγὼ δ' ἐσύριττον D.18.265
, cf. Timocl.2 D., Luc.Nigr.10, etc.
См. также в других словарях:
περισυρίττω — Μ σφυρίζω ολόγυρα, προς όλες τις κατευθύνσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + συρίττω, αττ. τ. τού συρίζω «παίζω τη σύριγγα, σφυρίζω»] … Dictionary of Greek
συρίζω — (I) και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α [σῡριγξ, σύριγγος] 1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω 2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού… … Dictionary of Greek
ՍՈՒԼԵՄ — (եցի.) NBH 2 0731 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c, 12c, 13c ն.չ. ՍՈՒԼԵՄ որ եւ ՍՈՒՂԵԼ, ՍՈՒՂՂԵԼ. συρίζω, συρίττω sibilo. իտ. zufolare, fischiare. շչել. շռնչել. Խորդալ. ձայնել անբանից եւ առ անբանս առ ազդելոյ ինչ. ... *Նեղեալ նեղ եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)