-
1 διασυρίζω
A whistle, of the wind, LXXDa.3.50; f.l. in Theopomp. Hist.76:—also [suff] διασυν-σῡρίττω, c. acc. metaph.,τὸ τῆς φήμης πτερὸν τὴν ὕβριν ἁπανταχῇ δ. Lib.Decl.40.59
; also, whistle away, waste idly, τὴν μέχρι τῆς αὐλῆς (sc. ὁδόν) Lyd.Mag.2.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασυρίζω
-
2 διασυρίζω
V 0-0-0-2-0=2 DnLXX 3,50; DnTh 3,50(23)to whistle; neol. -
3 διασυριζόντων
διασυρίζωwhistle: pres part act masc /neut gen plδιασυρίζωwhistle: pres imperat act 3rd pl -
4 διασυρίζει
διασυρίζωwhistle: pres ind mp 2nd sgδιασυρίζωwhistle: pres ind act 3rd sg -
5 διασυρίζον
διασυρίζωwhistle: pres part act masc voc sgδιασυρίζωwhistle: pres part act neut nom /voc /acc sg -
6 διασυρίζοντος
διασυρίζωwhistle: pres part act masc /neut gen sg -
7 διασυρίζουσα
διασυρίζωwhistle: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic) -
8 διασυρίζουσαι
διασυρίζωwhistle: pres part act fem nom /voc pl (attic epic doric ionic) -
9 διασυρίζουσαν
διασυρίζωwhistle: pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) -
10 διασυρίζων
διασυρίζωwhistle: pres part act masc nom sg -
11 συρίζω
V 0-1-8-3-1=13 1 Kgs 9,8; Is 5,26; 7,18; Jer 19,8; 26(46),22to make a whistling, hissing sound, to hiss (as sign of astonishment) 1 Kgs 9,8; to hiss Is 5,26; to whistle(of mind) Wis 17,17; to hiss at sb [τινα] Jb 27,23 *Jer 26(46),22 ὡς ὄφεως συρίζοντος like (the voice) of a hissing serpent-ילל? שׁכנח for MT ילך שׁכנח (the voice) goes like that of a serpent or συρίζοντος hissing corr. σύροντος crawling for MT ילך goes, cpr. Dt 32,24, see σύρωCf. CAIRD 1976, 82(→ἀποσυρίζω, διασυρίζω, ἐκσυρίζω,,)
См. также в других словарях:
διασυρίζω — και διασυρίττω (Α) 1. σφυρίζω 2. (για άνεμο) φυσάω, σφυρίζω («καὶ ἐποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῡμα δρόσου διασυρίζον») 3. διαδίδω κάτι με ψιθύρους («τὸ τῆς φήμης πτερὸν τὴν ὕβριν ἀπαντᾱ ἢ διασυρίττει») 4. λαχανιάζω … Dictionary of Greek
διασυριζόντων — διασυρίζω whistle pres part act masc/neut gen pl διασυρίζω whistle pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρίζει — διασυρίζω whistle pres ind mp 2nd sg διασυρίζω whistle pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρίζον — διασυρίζω whistle pres part act masc voc sg διασυρίζω whistle pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρίζοντος — διασυρίζω whistle pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρίζουσα — διασυρίζω whistle pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρίζουσαι — διασυρίζω whistle pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρίζουσαν — διασυρίζω whistle pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασυρίζων — διασυρίζω whistle pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՇՆՉԵՄ — (եցի.) NBH 2 0486 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c ն. πνέω spiro, flo ἑμπνέω inspiro διαπνέω perflo ὐποπνέω sufflo φυσάω, ἑκφυσάω exsufflo, exspiro συρίζω, διασυρίζω sibilo. Շունչ կամ սիւք ʼի դուրս բերել. փչել.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)