-
1 συρισδω
-
2 σῡρίσδω
-
3 συρίσδω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συρίσδω
-
4 Συρίσδω
Συρίζωspeak like a Syrian: pres subj act 1st sg (doric)Συρίζωspeak like a Syrian: pres ind act 1st sg (doric) -
5 συρίσδω
σῡρίσδω, συρίζωBis Acc.pres subj act 1st sg (doric)σῡρίσδω, συρίζωBis Acc.pres ind act 1st sg (doric) -
6 τυρισδω
-
7 σῡρίζω
σῡρίζω, dor. συρίσδω, att. συρίττω, fut. συρίξω u. besser attisch συρίξομαι, doch findet sich auch συρίσαι, Luc. Harmon. 2, – pfeifen; eigtl. von Schlangen, Zenodot. hinter Ammon.; von der Pfeife, συρίζων ὁ κηροδέτας κάλαμος, Eur. I. T. 1175; φιμοὶ δὲ συρίζουσι, Aesch. Spt. 445; auch σμερδναῖσι γαμφηλῇσι συρίζων φόνον, Prom. 355; συρίζων ποιμνήτας ὑμεναίους, Eur. Alc. 579; auch συριζόντων κατὰ πρύμναν εὐναίων πηδαλίων, I. T. 431; συρίξας, Ar. Plut. 689; ψόφος τις μόνον οἷον συριττούσης τῆς γλώττης, Plat. Theaet. 203 b, auszischen; δήμου παίγνιον συριττόμενον, Ax. 368, d; ἐξέπιπτες, ἐγὼ δὲ ἐσύριττον, Dem. 18, 265; συρίξομαι, Luc. Nigr. 10; συριττόμενος ὑποκριτής, 8.
-
8 συριζω
Iатт. σῡρίττω, дор. συρίσδω [σῦριγξ] (fut. συρίξομαι, aor. ἐσύριξα - поздн. ἐσύρισα)1) играть на сиринге Eur., Theocr.2) ( о сиринге) звучать, петь(ὅ κάλαμος συρίζων Eur.)
3) издавать свистящий звук, свистеть Aesch., Plat., Babr.4) освистывать(τινά Dem.)
συριττόμενος ὑποκριτής Luc. — освистываемый актерII -
9 συρίζω
σῡρίζω, A.Pr. 357, Th. 463, Hp.Int.10, E. Ion 501 (lyr.), Apollod. 3.10.2; [dialect] Att. [full] συρίττω Pl.Tht. 203b, Arist.HA 611b26; [dialect] Dor. [full] συρίσδω Theoc.1.3, etc.: [tense] fut.Aσυρίξομαι Luc.
Bis Acc.12, etc.; , Longus 2.23; , al.: [tense] aor. ; laterἐσύρισα Babr.114.4
, Luc.Harm.2: ( Συρίγγ-yw, cf. σῦριγξ):— play the σῦριγξ, pipe,ὅτε.. συρίζεις, ὦ Πάν E.
l.c.;ἁδὺ δὲ καὶ τὺ συρίσδες Theoc.1.3
; (lyr.): c. acc. cogn.,συρίζων ποιμνίτας ὑμεναίους Id.Alc. 576
(lyr.).II make any whistling or hissing sound, hiss like a serpent,συρίξας ἐγώ Ar.Pl. 689
; ψόφος.. οἷον συριττούσης τῆς γλώττης, of the tongue sounding ς, Pl.Tht. 203b;συριζόντων κατὰ πρύμναν.. πηδαλίων E.IT 431
(lyr.); of the wind, whistle, Babr. l.c.: c. acc. cogn.,συρίζων φόβον A.Pr. 357
; .2 hiss an actor (cf.σῦριγξ 1.2
),ἐξέπιπτες ἐγὼ δ' ἐσύριττον D.18.265
, cf. Timocl.2 D., Luc.Nigr.10, etc.
См. также в других словарях:
συρίσδω — Α (δωρ. τ.) βλ. συρίζω (Ι) … Dictionary of Greek
Συρίσδω — Συρίζω speak like a Syrian pres subj act 1st sg (doric) Συρίζω speak like a Syrian pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίσδω — σῡρίσδω , συρίζω Bis Acc. pres subj act 1st sg (doric) σῡρίσδω , συρίζω Bis Acc. pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίζω — (I) και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α [σῡριγξ, σύριγγος] 1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω 2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού… … Dictionary of Greek