-
1 συν-θεραπεύω
συν-θεραπεύω, mit bedienen, pflegen, ehren, Iambl.
-
2 συνεθεραπεύθη
σύν-θεραπεύωto be an attendant: aor ind pass 3rd sg -
3 συνθεραπεύω
συν-θεραπεύω, mit bedienen, pflegen, ehren -
4 ξυνθεραπευθήση
-
5 ξυνθεραπευθήσῃ
-
6 πορσύνω
πορσύνω (ΠΟΡ), gewähren, darbieten u. dazu einrichten, besorgen u. ordnen; τῷ δ' ἄλοχος δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν, Od. 3, 403, vgl. 7, 347, u. κείνου πορσυνέουσα λέχος, Il. 3, 411, von der Gattinn, die das Lager bereitet u. es dann dem Gatten gewährt, es ihn theilen läßt; λέκτρα σὺν ἀνδράσιν, Ap. Rh. 3, 840. 4, 1107; – übh. bereiten, anordnen, οἶκον, δαῖτα, Pind. P. 4, 151 I. 3, 79; auch ῥῆμα Ὁμήρου, in Ehren halten, P. 4, 278; τόνδε τοίνυν Μοῖρ' ἐπόρσυνεν μόρον, Aesch. Ch. 898; med., δεῖπνον ἐπορσύνοντο, Pers. 367; u. pass., ἐπορσύνϑη κακά, 259; τἄξω βίου τροφεῖα πορσύνουσ' ἀεί, Soph. O. C. 175, u. öfter; auch pass., ὅποι ὁ στόλος πορσύνεται, Phil. 770; παισὶ πόρσυν' οἷα χρὴ καϑ' ημέραν, Eur. Med. 1020; μεγάλα κακά, Andr. 352; γαμβροῖς χάριν, Suppl. 132; Νύμφαις ἑορτήν, El. 625; auch einzeln in Prosa, πορσύνειν τὰ τοῠ ϑεοῠ, Her. 9, 7; πορσύνειν κακὰ τοῖς πολεμίοις, ihnen Schaden bereiten, zufügen, Xen. Cyr. 1, 6, 17; τὰ ἐπιτήδεια, Lebensmittel verschaffen, 4, 2, 47; ὡς τὸ τοῠ ποταμοῠ ἐπορσύνετο, wie der Fluß zum Uebersetzen bereitet wurde, 7, 5, 17; sonst scheint es bei keinem attischen Prosaiker vorzukommen. – Auch, wie ϑεραπεύω, den Verwundeten pflegen, Sp., z. B. Ap. Rh.
См. также в других словарях:
ξυνθεραπευθήσῃ — σύν θεραπεύω to be an attendant fut ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεθεραπεύθη — σύν θεραπεύω to be an attendant aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξιώμαι — άομαι, Α θεραπεύω εντελώς κάτι από κοινού με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξιῶμαι «θεραπεύω εντελώς»] … Dictionary of Greek
πωρώνω — πωρῶ, όω, ΝΑ [πῶρος] 1. μεταβάλλω κάτι σε πώρο, απολιθώνω 2. συγκολλώ και θεραπεύω κάταγμα ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου 3. (συν. το παθ.) πωρώνομαι και πωροῡμαι, όομαι μτφ. γίνομαι ηθικά αναίσθητος, ασυνείδητος 4. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
συνάλθομαι — Α (για τραύμα ή κάταγμα) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄλθομαι, αρχαιότερος αμάρτυρος τ. ενεστ. τού ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)] … Dictionary of Greek
συναλθάσσομαι — Α συνάλθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + *ἀλθάσσομαι, άλλος τ. τού ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)] … Dictionary of Greek
συνουλώνω — συνουλῶ, όω, ΝΜΑ (σχετικά με πληγή, τραύμα, έλκος) επιφέρω πλήρη επούλωση, θεραπεύω εντελώς («συνουλωθέντων τῶν ἑλκῶν», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οὐλῶ / ώνω «επουλώνω» (< οὐλή)] … Dictionary of Greek