-
1 συν-εργός
συν-εργός, mitarbeitend, helfend, als subst. der Mitarbeiter, Gehülfe; καλέσαντο συνεργὸν τείχεος, Pind. Ol. 8, 32; ξυνεργὸς ἀδίκων ἔργων, Eur. Hipp. 626; ϑρήνοις ἐμοῖς, Hel. 1119; Ar. Equ. 586; Thuc. 8, 92; Andoc. 1, 15; τούτου τοῦ κτήματος τῇ ἀνϑρωπείᾳ φύσει συνεργὸν ἀμείνω Ἕρωτος οὐκ ἄν τις ῥᾳδίως λάβοι, Plat. Conv. 212 b; μὴ χρῆσϑαι τούτοις συνεργοῖς, Legg. VII, 811 e, u. öfter, wie Xen., πῦρ συνεργὸν πρὸς τέχνην Mem. 4, 3, 7; ὁ τούτου σ., Dem. 19, 144; κεχρημένος αὐτῷ συνεργῷ πρὸς πολλά, Pol. 23, 2, 4, u. öfter. – Auch = dieselbe Arbeit wie ein Anderer betreibend, Kunstgenosse, Mitkünstler, in welcher Bdtg Einige σύνεργος betonen, vgl. Bast epist. crit. p. 208.
-
2 ἀ-σύν-εργος
ἀ-σύν-εργος, nicht hülfreich, ποὺς ἀσ. ὅσον ἐπιβῆναι Ael. H. A. 11, 40.
-
3 συνεργός
συν-εργός, mitarbeitend, helfend, als subst. der Mitarbeiter, Gehilfe. Auch = dieselbe Arbeit wie ein anderer betreibend, Kunstgenosse, Mitkünstler -
4 ξυνεργος
ὅ и ἥ1) сотрудник, участник, помощникσ. τινι Thuc., Xen., реже τινος Plut. — оказывающий помощь кому-л.;
θρήνοις ἐμοῖς ξ. - v. l. ξυνῳδός Eur. — рыдающий вместе со мной;χρῆσθαί τινι συνεργῷ Plat. — пользоваться чьей-л. помощью2) сообщник(τινος Eur.)
3) сотоварищ, однокашник Dem. -
5 συνεργος
ὅ и ἥ1) сотрудник, участник, помощникσ. τινι Thuc., Xen., реже τινος Plut. — оказывающий помощь кому-л.;
θρήνοις ἐμοῖς ξ. - v. l. ξυνῳδός Eur. — рыдающий вместе со мной;χρῆσθαί τινι συνεργῷ Plat. — пользоваться чьей-л. помощью2) сообщник(τινος Eur.)
3) сотоварищ, однокашник Dem. -
6 συνεργός
ὁ συν|εργός ≃ сотрудник -
7 ἀσύνεργος
См. также в других словарях:
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συνεργός — ή, ό / συνεργός, όν, ΝΜΑ, και σύνεργος Α ως ουσ. ο συμμέτοχος σε αδίκημα, αυτός που βοηθάει κάποιον με πράξη βοηθητική στην προπαρασκευή ή στην τέλεση αδικήματος (α. «συνεργός σε φόνο» β. «τοῑς ἀδικοῡσιν ἄλλους ξυνεργοὶ κατέστητε», Θουκ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
θεουργός — ό (AM θεουργός, όν) νεοελλ. αυτός που με μαγικά τεχνάσματα κάνει υπερφυσικές πράξεις μσν. αρχ. αυτός που κάνει θεία έργα («ἡ θεουργός ἐνέργεια») αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο θεουργός ο ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + εργος (< έργον), πρβλ. αγαθο εργός … Dictionary of Greek
λοξοεργώ — λοξοεργῶ, έω (Μ) εργάζομαι λοξά ή κάνω κακές πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + εργῶ (< εργός < ἔργον), πρβλ. λιν εργώ, συν εργώ] … Dictionary of Greek
sen-, sene-, sen(e)u-, senǝ- — sen , sene , sen(e)u , senǝ English meaning: to prepare, work on, succeed Deutsche Übersetzung: “bereiten, ausarbeiten, vollenden, erzielen” Material: O.Ind. ásanam “I gewann”, sanē ma “wir mögen gewinnen”; sanō ti “gewinnt”,… … Proto-Indo-European etymological dictionary