-
1 συν-δι-αγωγή
συν-δι-αγωγή, ἡ, gemeinschaftlicher Zeitvertreib, Sp.
-
2 συν-αγωγή
συν-αγωγή, ἡ, das Zusammenführen, Sammeln, die Versammlung, Vereinigung; ἀνδρὸς καὶ γυναικός, Plat. Theaet. 150 a; Ggstz διαίρεσις, Phaedr. 266 b; das Zusammenziehen, στρατιᾶς, im Ggstz von ἔκτασις, Rep. VII, 526 d; πολέμου, Rüstung zum Kriege, Thuc. 2, 18; τῶν ὄχλων, Pol. 4, 7, 6; τοῠ σίτου, 1, 17, 9, ὕδατος, Plut. philos. c. princ. 1; auch übertr., συναγωγὴ τοῠ προςώπου, das Zusammenziehen des Gesichts, es in Falten Legen, Isocr. 9, 44.
-
3 παρα-συν-αγωγή
παρα-συν-αγωγή, ἡ, widergesetzliche u. heimliche Zusammenkunft, Sp.
-
4 ἐπι-συν-αγωγή
ἐπι-συν-αγωγή, ἠ, das noch dazu Zusammenbringen, die Versammlung, N. T. u. a. Sp.
-
5 συνδιαγωγή
συν-δι-αγωγή, ἡ, gemeinschaftlicher Zeitvertreib -
6 συναγωγή
συν-αγωγή, ἡ, das Zusammenführen, Sammeln, die Versammlung, Vereinigung; das Zusammenziehen, στρατιᾶς, im Ggstz von ἔκτασις; πολέμου, Rüstung zum Kriege; übertr., συναγωγὴ τοῠ προςώπου, das Zusammenziehen des Gesichts, es in Falten Legen -
7 παρασυναγωγή
παρα-συν-αγωγή, ἡ, u. παρα-σύν-αξις, ἡ, widergesetzliche u. heimliche Zusammenkunft -
8 ἐπισυναγωγή
ἐπι-συν-αγωγή, ἠ, das noch dazu Zusammenbringen, die Versammlung
См. также в других словарях:
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
Γουάιτχεντ, Άλφρεντ Νορθ — (Alfred North Whitehead, Κεντ 1861 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1947). Άγγλος φιλόσοφος. Σπούδασε στο Σέρμπορν (Ντόρσετσαϊρ) και στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας και ειδικεύτηκε στη μαθηματική επιστήμη. Το 1898 εξελέγη μέλος της Royal Society. Έως το 1924… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek