-
1 σύνθεσις
A putting together, composition, combination, Pl.Phd. 93a, R. 611b; , cf. IG42(1).103.56 (Epid., iv B.C.), 7.3073.92 (Lebad., ii B.C.);τῶν σπονδύλων Sor.1.102
; storage, τῶν μήλων (quinces in a ῥίσκος) Phylarch.10 J.; but ἐλαιῶν ς. a preserve of olives, Gp.9.28.2.b in concrete sense, junction, ; συνθέσεις ([etym.] λέγω τὰς γωνίας) Id.Pr. 910b14.2 in various technical senses:a in Grammar, composition, γραμμάτων τε συνθέσεις, i.e. syllables and words, A.Pr. 460, cf. Arist.Metaph. 1092a26; σ. ἔκ τε ῥημάτων γιγνομένη καὶ ὀνομάτων, i.e. sentences, Pl.Sph. 263d, cf. Cra. 431c, Arist. Po. 1458a28, Gal.15.487; περὶ συνθέσεως ὀνομάτων, title of work by D.H.; also, the juxtaposition of letters in a word, Arist.Rh.Al. 1434b34; of an author's composition, Isoc.10.11; so ἡ τῶν μέτρων ς. metrical composition, Arist.Po. 1449b35; ἡ τῶν ἐπῶν ς. D.S.5.74; ἡ τοῦ παίωνος ξ. the way the paeon is made up, Plu.2.1143d; the constitution of things, Hp.Virg.1.b Math., synthesis of a problem (opp. ἀνάλυσις), Archim.Sph.Cyl.2.7, explained in Papp.634; ἡ κατὰ σ. ἀγωγή synthetic procedure, Id.412.2.c Math., σ. λόγου transformation of a ratio known as componendo, Euc.5 Def.14; κατὰ -σιν, = componendo, Archim.Aequil.2.9.d Math., addition, Ph.1.11, Plu.2.1018c, Dioph.1 Intr.; καθ' ἁντινοῦν -σιν however many times added, i.e. whatever number of times taken (multiplied), Archim.Spir.1:—also as Pythag. name for 2, Anatol. ap. Theol.Ar.8.e in Logic, union of noun and verb or of two objects of thought in a statement, Arist. Int. 16a12, de An. 430a27; also ὁ παρὰ τὴν σ. [λόγος] the fallacy of composition, opp. διαίρεσις, Id.SE 177a33.f in Physics, composition of substances, parts of organisms, from their elementary constituents, Id.PA 646a12, Top. 151a23; opp μίξις (combination), Id.GC 328a6.g in Medicine, compounding of essences and drugs,τῶν μύρων Thphr. Od.14
, al., cf. D.S.4.45, Aglaïas 8.II combination of parts so as to form a whole, γενέσεις καὶ ς. Pl.R. 533b; ἡ τῶν στρωμάτων ς. Id.Plt. 280b, cf. Arist.PA 645a35, Metaph. 1014b37; in plants, Thphr.HP 5.5.2.b in concrete sense, a social or political combination, Arist. Pol. 1276b7; a military formation, Ael.Tact.18.5.III agreement, treaty, Pi.P.4.168, Fr. 205; πὸς τὰς συνθέσις in accordance with the agreements, IG5(2).343.41,60 (Orchom. Arc., iv B.C.); ἐκ συνθέσεως by arrangement, D.S.13.112, etc.;συνθέσεις περὶ γάμων Plu. Sull.35
.2 σ. λόγων making up accounts, Stud.Pal.4.70.391 (i A.D.); so ς. alone,εἰς σύνθεσιν τῷ βασιλεῖ PTeb.714.6
(ii B.C.).IV set, service (most freq. in Lat. synthesis):1 collection of clothes, wardrobe, Dig.34.2.38.1; also, dress, gown, costume, suit, σ. τελείας λευκὰς δεκατρεῖς, γυναικείας ς. PHamb.10.13,21 (ii A.D.), cf. POxy. 1153.23 (i A.D.), 496.4 (ii A.D.), PSI10.1117.11,13 (ii A.D.), Mart.2.46.4, 5.79.2; synthesinam indutus, Suet.Ner.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνθεσις
См. также в других словарях:
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek
περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
Γουάιτχεντ, Άλφρεντ Νορθ — (Alfred North Whitehead, Κεντ 1861 – Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη 1947). Άγγλος φιλόσοφος. Σπούδασε στο Σέρμπορν (Ντόρσετσαϊρ) και στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας και ειδικεύτηκε στη μαθηματική επιστήμη. Το 1898 εξελέγη μέλος της Royal Society. Έως το 1924… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek