-
1 συνανταω
тж. med. (fut. συναντήσω и συναντήσομαι)1) встречаться, сходиться лицом к лицу(Hom.; τινι Hes. etc.)
ὅ συναντήσας τινί Eur. — попавшийся кому-л. навстречу;σ. εἰς τέν Φωκίδα Dem. — собираться в Фокиде2) приключаться, случаться, происходить(τινι Plut., Diog.L.)
См. также в других словарях:
συναντώ — συναντῶ, άω, ΝΜΑ, μέσ. και συναντιέμαι Ν 1. βρίσκω κάποιον σε ένα μέρος τυχαία ή και σκόπιμα, απαντώ, ανταμώνω (α. «τόν συνάντησα προχθές στον δρόμο» β. «Σοφοκλεῑ τῷ ποιητῇ ἐν Χίῳ συνήντησα», Ίων Χ.) 2. έρχομαι αντιμέτωπος με κάτι, προσκρούω σε… … Dictionary of Greek