-
1 συνανθρωπευομαι
См. также в других словарях:
ξυνανθρωπευόμενα — σύν ἀνθρωπεύομαι act as a human being pres part mid neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνανθρωπεύομαι — και, σπανίως, το ενεργ. συνανθρωπεύω Α 1. ζω μαζί με ανθρώπους 2. φρ. «τὰ συνανθρωπευόμενα ζῷα» τα κατοικίδια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνθρωπεύομαι «ζω σαν άνθρωπος»] … Dictionary of Greek