Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συνανθρωπεύομαι

См. также в других словарях:

  • συνανθρωπεύομαι — και, σπανίως, το ενεργ. συνανθρωπεύω Α 1. ζω μαζί με ανθρώπους 2. φρ. «τὰ συνανθρωπευόμενα ζῷα» τα κατοικίδια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνθρωπεύομαι «ζω σαν άνθρωπος»] …   Dictionary of Greek

  • συνανθρωπευομένων — συνανθρωπεύομαι live with pres part mp fem gen pl συνανθρωπεύομαι live with pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνανθρωπευόμενα — συνανθρωπεύομαι live with pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνανθρωπεύεται — συνανθρωπεύομαι live with pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνανθρωπίζ — Α συνανθρωπεύομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνθρωπίζω «ζω σαν άνθρωπος»] …   Dictionary of Greek

  • συνανθρωπώ — έω, Α συνανθρωπεύομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνθρωπῶ (< ἄνθρωπος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»