-
1 συν-αείρω
συν-αείρω, = συναίρω; als tmesis rechnet man hierher σὺν δ' ἕταροι ἤειραν ἐϋξέστην ἐπ' ἀπή-νην, Il. 24, 590, sie hoben mit hinauf, σὺν δ' ἤσιρεν ἱμᾶσι, 10, 499, band sie zusammen, wo med., ἐπεὶ ἐκ πολέων πίσυρας συναείρεται ἵππους, 15, 680, Spitzner u. Bekker, vulg. συναγείρεται, Schol. erkl. συζεύξει, er spannt zusammen, so daß ἀείρω = εἴρω ware. Vgl. auch συνάορος u. σ υν.αίρω.
-
2 συν-ήορος
συν-ήορος ( ἀείρω), ion. statt συνάορος, zusammenhangend, fest verbunden; φόρμιγξ δαιτὶ συνήορος, die mit dem Schmause verbundene Phorminx, die eine Gefährtinn des Schmauses ist, Od. 8, 99.
-
3 συναείρω
συν-αείρω, σὺν δ' ἕταροι ἤειραν ἐϋξέστην ἐπ' ἀπή-νην, sie hoben mit hinauf; σὺν δ' ἤσιρεν ἱμᾶσι, band sie zusammen; συναγείρεται, = συζεύξει, er spannt zusammen
См. также в других словарях:
μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε … Dictionary of Greek
συνήωρ — ήορος και, κατά το λεξ. Σούδα, συνάωρ, άορος, ἡ, Α η σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αωρ, αορος (< ἀείρω [II] «συνδέω, συνάπτω», βλ. και λ. συν ήορος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
κατήορος — κατήορος, δωρ. τ. κατάορος, ον (Α) αυτός που κρέμεται προς τα κάτω («τέκνων δὲ πλῆθος... κατάορα στένει» κλαίνε κρεμασμένα από τον τράχηλο τής μητέρας, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + άορ ος (ετεροιωμένη βαθμίδα αορ τού θ. αερ τού ρ. ἀείρω… … Dictionary of Greek
συνήορος — και δωρ. τ. συνάορος, ον, Α 1. ο στενά συνδεδεμένος με κάποιον 2. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) ο ή η σύζυγος β) ο αδελφός ή η αδελφή 3. μτφ. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ο σύντροφος («φόρμιγξ δαιτὶ συνήορός ἐστι θαλείῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… … Dictionary of Greek
συναίρω — και ποιητ. τ. συναείρω Α 1. σηκώνω μαζί με κάποιον 2. συμφωνώ με κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου («ἄλλως τε καὶ συναίρων τῷ Πλάτωνι περὶ τῆς τοῡ κόσμου γενέσεως ἐπαγγειλάμενος», Φιλοπ.) 3. συνάγω, συναθροίζω («τοὺς δὲ πυροὺς οἱ γεωργοῡντες… … Dictionary of Greek