Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

συνάορος

См. также в других словарях:

  • συνάορος — masc/fem nom sg συνά̱ορος , συνήορος linked with masc/fem nom sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάορος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. συνήορος …   Dictionary of Greek

  • ξυνάορος — συνάορος , συνάορος masc/fem nom sg συνά̱ορος , συνήορος linked with masc/fem nom sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάορον — συνάορος masc/fem acc sg συνάορος neut nom/voc/acc sg συνά̱ορον , συνήορος linked with masc/fem acc sg (attic doric) συνά̱ορον , συνήορος linked with neut nom/voc/acc sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναόρων — συνάορος masc/fem/neut gen pl συνᾱόρων , συνήορος linked with masc/fem/neut gen pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνάορ' — συνάορα , συνάορος neut nom/voc/acc pl συνάορε , συνάορος masc/fem voc sg συνά̱ορα , συνήορος linked with neut nom/voc/acc pl (attic doric) συνά̱ορε , συνήορος linked with masc/fem voc sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνάορον — συνάορον , συνάορος masc/fem acc sg συνάορον , συνάορος neut nom/voc/acc sg συνά̱ορον , συνήορος linked with masc/fem acc sg (attic doric) συνά̱ορον , συνήορος linked with neut nom/voc/acc sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αείρω — (I) ἀείρω (Α) (επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω*) σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. *α Fερ (πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το ἀ είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ άλλη άποψη το …   Dictionary of Greek

  • συνήορος — και δωρ. τ. συνάορος, ον, Α 1. ο στενά συνδεδεμένος με κάποιον 2. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) ο ή η σύζυγος β) ο αδελφός ή η αδελφή 3. μτφ. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ο σύντροφος («φόρμιγξ δαιτὶ συνήορός ἐστι θαλείῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… …   Dictionary of Greek

  • συναορώ — έω, Α [συνάορος / συνήορος] συνοδεύω, συνακολουθώ …   Dictionary of Greek

  • συνωρίδα — η / συνωρίς, ίδος, ΝΜΑ, και ξυνωρίδα Ν, και αττ. τ. ξυ νωρίς Α 1. ζευγάρι αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα 2. (κατ επέκτ.) κάθε ζεύγος («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα», Σοφ.) 3. (στην αρχ.) άρμα που έσυραν δύο άλογα νεοελλ. (συν. με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»