-
1 ἀγείρω
Aἀγερῶ IG5(1).1447.16
(Messene, ii B. C.): [tense] aor. 1 ἤγειρα, [dialect] Ep.ἄγειρα Od.14.285
:—[voice] Med., [tense] aor. 1 ἠγειράμην A.R 4.1335, ([etym.] συν-) Od.14.323, Ael.VH4.14:—[voice] Pass., [tense] aor. 1ἠγέρθην Hom.
: [tense] pf.ἀγήγερμαι App.BC2.134
: [tense] plpf. , [dialect] Ep. [ per.] 3pl.ἀγηγέρατο Il.4.211
, App.Hisp.40.—Hom. has shortened [tense] pres. ἀγέρεσθαι (al. ἀγερέσθαι) Od.2.385 (also in later [dialect] Ep., A.R.3.895, etc., cf. IG14.1389 i 35), [tense] aor. 2ἀγέροντο Il.18.245
, part.ἀγρόμενος 2.481
, etc.:— gather together,λαὸν ἀγείρων Il.4.377
, etc.;ἐνθάδ' ἀπὸ.. πολίων ἤγειρα ἕκαστον 17.222
; so in [dialect] Att.,τὸν ἐς Θήβας στόλον S.OC 1306
, Th.1.9;τὸ Ἑλλάδος στράτευμα S.El. 695
;στρατιάν X.An.3.2.13
, cf. App.Mith.84;εἰς μίαν οἴκησιν ἀ. κοινωνούς Pl.R. 369c
:—[voice] Pass., gather, assemble, Il.2.52, Od.2.8, etc.; ἀγρόμενοι σύες herded swine, Od.16.3;θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη, ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη Il.4.152
, 22.475 (cf. ἐγείρω).II of things, collect, gather,δημόθεν ἄλφιτα.. καὶ αἴθοπα οἶνον ἀγείρας Od.19.197
; ;πολλὰ δ' ἄγειρα χρήματα 14.285
:—so in [voice] Med.,ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον 13.14
.2 collect by begging, , cf. Hdt.1.61;ἀφ' ὧν ἀγείρει καὶ προσαιτεῖ D.8.26
:—abs., collect money for the gods, Νύμφαις ἀ. A.Fr. 168, cf. Hdt.4.35, Pl.R. 381d, SIG1015.26 ([place name] Halicarnassus); esp. for Cybele, Luc.Alex.13, cf. μητραγύρτης:—abs., go aboutbegging, Philostr.VA5.7, Man.6.299, Max.Tyr.19.3, etc.4 ὀφρύας εἰς ἓν ἀ. frown, AP5.299 (Paul. Sil.).—Rare in good Prose. -
2 συναγείρω
συν - αγείρω, ξυναγείρω, aor. ξυνάγειρα, mid. pr. part. συναγειρόμενοι, aor. 1 ξυναγείρατο, aor. 2 part. συναγρόμενος: collect together, assemble; mid. aor. 1, for oneself, Od. 14.323; aor. 2, intrans., Il. 11.687.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > συναγείρω
-
3 ξυναγείρω
συν - αγείρω, ξυναγείρω, aor. ξυνάγειρα, mid. pr. part. συναγειρόμενοι, aor. 1 ξυναγείρατο, aor. 2 part. συναγρόμενος: collect together, assemble; mid. aor. 1, for oneself, Od. 14.323; aor. 2, intrans., Il. 11.687.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ξυναγείρω
-
4 ξυμ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ξυμ
См. также в других словарях:
συναγείρω — ΝΜΑ συναθροίζω, συνάγω (α. «μπόρεσαν να συναγείρουν όλο τον κόσμο» β. «ξυνήγειρε θεοὺς πάντας ἐς τὴν... οἴκησιν», Πλάτ.) νεοελλ. καλώ αιφνιδίως σε σύναξη, σηκώνω στο πόδι αρχ. 1. μαζεύω στράτευμα («συναγείραντες τοὺς συμμάχους», Πολ.) 2. φέρνω… … Dictionary of Greek
μητραγύρτης — ο (Α μητραγύρτης) 1. ως κύριο όν. Μητραγύρτης τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους 2. συν. στον πληθ. οι μητραγύρτες (κατά την αρχαιότητα) περιπλανώμενοι ιερείς τής Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης, οι οποίοι διέδιδαν τη λατρεία τής θεάς, διηγούνταν ιστορίες… … Dictionary of Greek
συναγυρτός — όν, Α αυτός που προέρχεται από συνάθροιση («συναγυρτὸν ὕδωρ» το νερό που συλλέγεται από ρυάκια, οχετούς και με άλλους τρόπους, Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + συνεσταλμ. βαθμίδα αγυρ τού ἀγείρω* + κατάλ. τός*] … Dictionary of Greek