-
1 συντεταμενως
-
2 συντεταμένως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντεταμένως
-
3 συντεταμένως
συντείνωstrain: perf part mp masc acc pl (doric)συντεταμένωςearnestly: indeclform (adverb) -
4 συντεταμένως
συν-τεταμένως, angestrengt, heftig -
5 συν-τεταγμένως
συν-τεταγμένως, adv. part. perf. pass. von συντάσσω, ordentlich, gesetzt, vertragsmäßig, verabredetermaßen, Plat. Apol. 23 e, v. l. συντεταμένως.
-
6 ξυντεταμενως
См. также в других словарях:
συντεταμένως — συντείνω strain perf part mp masc acc pl (doric) συντεταμένως earnestly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεταμένως — Α επίρρ. με προθυμία και ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντεταμένος τού συντείνω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek