-
1 συν-τεταμένως
συν-τεταμένως, adv. part. perf. pass. von συντείνω, angestrengt, heftig; Ar. Plut. 325; ζητεῖν, Plat. Phil. 59 a, vulg. συντεταγμένως, wie Apol. 23 e, vgl. Rep. VI, 499 a; δεῖσϑαι, Ep. XII, 338 b.
-
2 συντεταμένως
συν-τεταμένως, angestrengt, heftig