-
1 συντελεστικως
в прошедшем законченном времени, в перфектной формеκινεῖσθαι μέν τι παρατατικῶς, κεκινῆσθαι δὲ σ. Sext. κινεῖσθαι — есть форма инфекта (настоящего времени), а κεκινῆσθαι - прошедшего законченного
-
2 συντελεστικώς
-
3 συντελεστικῶς
-
4 συν-τελεστικός
συν-τελεστικός, ή, όν, vollendet; ὁ σ., sc. χρόνος, das Perfectum, advb. συντελεστικῶς, im Perfect.; Gramm.; Sext. Empir. adv. phys. 2, 91. 101.
-
5 παρατατικός
A extending, continuing: χρόνος παρατατικός the imperfect, A.D.Synt.10.19, al.; π. διάθεσις, προφορά, ib.70.8, 262.16 ; incomplete, opp. συντελεστικός, S.E.M.10.91 : so in Adv. - κῶς, opp. συντελεστικῶς, Diod. ap. S.E.M.10.101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατατικός
-
6 συντελεστικός
συν-τελεστικός, ή, όν, vollendet; ὁ σ., sc. χρόνος, das Perfectum, advb. συντελεστικῶς, im Perfect
См. также в других словарях:
συντελεστικῶς — συντελεστικός capable of causing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελεστικός — ή, ό / συντελεστικός, ή, όν, ΝΑ [συντελῶ] αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός, χρήσιμος αρχ. 1. συμπληρωματικός 2. το αρσ. ως ουσ. ο συντελεστικός (ενν. χρόνος) γραμμ. ο παρακείμενος και ο αόριστος, σε αντιδιαστολή προς τον παρατατικό. επίρρ … Dictionary of Greek
συντελικός — ή, ό / συντελικός, ή, όν, ΝΑ [συντελῶ] νεοελλ. φρ. «συντελικοί χρόνοι» οι χρόνοι που σημαίνουν κάτι που έχει συντελεστεί, δηλαδή ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συντέλεια ή… … Dictionary of Greek
συντελούντως — Μ επίρρ. συντελεστικώς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συντελῶν, οῦντος τού συντελῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek