-
1 παρατατικός
A extending, continuing: χρόνος παρατατικός the imperfect, A.D.Synt.10.19, al.; π. διάθεσις, προφορά, ib.70.8, 262.16 ; incomplete, opp. συντελεστικός, S.E.M.10.91 : so in Adv. - κῶς, opp. συντελεστικῶς, Diod. ap. S.E.M.10.101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατατικός
-
2 παρατατικος
-
3 παρατατικός
παρατατικόςextending: masc nom sg -
4 παρατατικός
ο грам, прошедшее несовершённое время, имперфект -
5 παρατατικός
[парататикос] ουσ. а. (γραμ.) прошедшее несовершенное время, имперфектΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παρατατικός
-
6 παρατατικός
[парататикос] ουσ α (γραμ) прошедшее несовершенное время, имперфект. -
7 παρατατικός
παρα-τατικός, ή, όν, ausspannend, ausdehnend; sich daneben erstreckend, χρόνος, tempus imperfectum, Gramm. -
8 παρατατικά
παρατατικόςextending: neut nom /voc /acc plπαρατατικά̱, παρατατικόςextending: fem nom /voc /acc dualπαρατατικά̱, παρατατικόςextending: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 παρατατικόν
παρατατικόςextending: masc acc sgπαρατατικόςextending: neut nom /voc /acc sg -
10 παρατατικοί
παρατατικόςextending: masc nom /voc pl -
11 παρατατικούς
παρατατικόςextending: masc acc pl -
12 παρατατική
παρατατικόςextending: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 παρατατικήν
παρατατικόςextending: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 παρατατικώς
παρατατικόςextending: masc acc pl (doric) -
15 παρατατικών
-
16 παρατατικῶν
-
17 would
[wud]short forms - I'd; verb1) (past tense of will: He said he would be leaving at nine o'clock the next morning; I asked if he'd come and mend my television set; I asked him to do it, but he wouldn't; I thought you would have finished by now.) θα + παρατατικός2) (used in speaking of something that will, may or might happen (eg if a certain condition is met): If I asked her to the party, would she come?; I would have come to the party if you'd asked me; I'd be happy to help you.) θα + παρατατικός3) (used to express a preference, opinion etc politely: I would do it this way; It'd be a shame to lose the opportunity; I'd prefer to go tomorrow rather than today.) θα (προτιμούσα)4) (used, said with emphasis, to express annoyance: I've lost my car-keys - that would happen!) αναπόφευκτα•- would-be- would you -
18 παρατασις
-
19 прошедший
прошедш||ий1. прич. от пройти·2. прил παρελθών, περασμένος:\прошедшийим летом τό περασμένο καλοκαίρι· \прошедшийее время грам. а) οἱ παρωχημένοι χρόνοι, б) ὁ παρατατικός (при переводе несовершенного вида), в) ὁ ἀόριστος (при переводе совершенного вида). -
20 παρατατική
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παρατατικός — extending masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικός — ή, ό / παρατατικός, ή, όν, ΝΜΑ [παρατείνω] 1. αυτός που παρατείνει, που επιφέρει παράταση ή αυτός που παρατείνεται, που συνεχίζεται 2. το αρσ. ως ουσ. ο παρατατικός γραμμ. παράγωγος από το θέμα τού ενεστώτα χρόνος τού ρήματος, ο οποίος ως προς… … Dictionary of Greek
παρατατικός — ή, ό 1. αυτός που συντελεί στην παράταση, αυτός που παρατείνει. 2. το αρσ. ως ουσ., χρόνος ρήματος που δηλώνει πράξη διαρκή στο παρελθόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρατατικά — παρατατικός extending neut nom/voc/acc pl παρατατικά̱ , παρατατικός extending fem nom/voc/acc dual παρατατικά̱ , παρατατικός extending fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικῶν — παρατατικός extending fem gen pl παρατατικός extending masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικόν — παρατατικός extending masc acc sg παρατατικός extending neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικαῖς — παρατατικός extending fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικοῖς — παρατατικός extending masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικοί — παρατατικός extending masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικοῦ — παρατατικός extending masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατατικούς — παρατατικός extending masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)