-
1 хлеб
-а, πλθ. хлебы κ. хлеба α.1. ψωμί•пшеничный хлеб σιταρίσιο ψωμί•
белый хлеб άσπρο ψωμί•
чрный хлеб μαύρο ψωμί•
ржаной хлеб βρίζινο ψωμί•
кусок -а κομμάτι ψωμιού•
ломоть -а η φέτα ψωμιού•
чрстый хлеб μπαγιάτικο ψωμί•
пеклеванный хлеб μαύρο βρίζινο ψωμί•
домашний -σπιτίσιο ψωμί.
2. το σιτάρι. || πλθ. -а τα σιτηρά, τα δημητριακά• τα γεννήματα. || τα αγρωστοειδή, -ώδη, τα σιτοειδή, -ώδη.3. πλθ. хлеба τροφή• διατροφή.,4. μτφ. μέσα ύπαρξης, συντήρησης•добывать хлеб βγάζω το ψωμί•
отбивать хлеб у кого κόβω στερώ (στερώ) το ψωμί κάποιου•
лёгкий хлеб εύκολη απόκτηση ψωμιού (των μέσων συντήρησης).
εκφρ.насущный хлеб – α) ο επιούσιος άρτος, β) το πιο βασικό για την ύπαρξη• —соль; хлеб да соль; хлеб и соль καλή όρεξη (ευχή)• —соль α) τρατάρισμα, προσφορά, κέρασμα, β) φροντίδα, μέριμνα• κηδεμονία;•водить —соль с кем – πιάνω φιλία, σχέσεις με κάποιον•жить на -ах у кого – α) ζω οικότροφος σε κάποιον, β) παρασιτώ σε κάποιον. -
2 инструкция
1. (свод правил) η (τεχνική) προδιαγραφή/οδηγία- по установке - άρμοσης/τοπο-θέτησης2. (руководящие указания) η οδηγία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инструкция
-
3 ледник
1. (масса движущегося льда) о παγετώνας 2. (погреб, специальный шкаф, помещение) η αποθήκη/ο χώρος συντήρησης του πάγου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ледник
-
4 пункт
1. (место, связанное с каким-л. действием, событием, используемое для чего-л.) το σημείο, το μέροςтриангуляционный - см. тригпунктузловой - ж.-д. о κόμβος2. (раздел документа или текста, обозначенный номером или буквой) η παράγραφος, το μέροςкульминационный - το κατακόρυφο σημείο, η κορύφωσητο κορύφωμα, ο κολοφών3. (помещение, приспособленное для какой-л. работы, занятий, операций) о σταθμός, ο τόπος, το μέρος, το κέντρο* - приёма (тлг.) το κέντρο λήψηςремонтный - το κέντρο/μαγαζί επιδιορθώσεων/επισκευώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пункт
-
5 расконсервация
1. (ввод в эксплуатацию после периода бездействия) η (εκ νέου) ενεργοποίηση ή δραστηριοποίηση 2. (удаление антикоррозийных покрытий, упаковки и т.п.) η αφαίρεση υλικών συντήρησης (π.χ γράσσου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расконсервация
-
6 расконсервировать
1. (вводить вновь в эксплуатацию) ενεργοποιώ εκ νέου 2. (удалять противокоррозионную защиту) αφαιρώ τα υλικά συντήρησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расконсервировать
-
7 раствор
1. (однородная смесь с равномерным распределением одного вещества в среде другого) το διάλυματο μείγμαвыпадать из - а κατακάθομαι από το -, κατακρημνίζομαι από το -, образовывать - δημιουργώ -крепкий - ισχυρό -, συμπυκνωμένο -начальный - хим. αρχικό -пропитывающий - (противогнилостный) - συντήρησης, αντισηπτικό -строительный - το κονίαμα, η λάσπη οικοδομήςтравильный мет. - καθαρισμού (εμβάπτισης)травящий полигр. - χάραξηςфизиологический - мед. о ορός2. (расстояние между точками, элементами устройства и т п.) το άνοιγμα· - антенны - της κεραίας- ράουλωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раствор
-
8 расход
1. (потребление) η κατανάλωση 2. (количество вещества, проходящее через определённое сечение за единицу времени) о βαθμός, η αναλογία (εκ)ροής, η παροχή 3. (диапазон отклонения штурвала, педалей и т.п.) η διαδρομή, η μετατόπιση, η απόκλιση 4. (финансовый) τα έξοδ/α, η δαπάνηсудно свободно от - ов по погрузке и выгрузке πλοίο ελεύθερο από - της φορτοεκφόρτωσηςобщие - ы γενικά -, η συνολική δαπάνη- ы по поставке на условиях СИФ - προμήθειας με όρους SIF (κόστος, ασφάλειαпостоянные - ы καθημερινά/μόνιμα -- ы связанные с изменением аккредитива - σχετικά με την αλλαγή της πιστωτικής επιστολής- ы связанные с открытием аккредитива - για άνοιγμα της πιστωτικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расход
-
9 руководство
1. (администрация) η διεύθυνση, η καθοδήγηση 2. (осуществление руководства или надзора) η καθοδήγηση, η διοίκηση 3. (учебное пособие или подобное издание) το εγχειρίδιο, το διδακτικό βιβλίοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > руководство
-
10 техника
1. (совокупность средств) о εξοπλισμόςτα μέσαη τεχνική2. (методика, приём) η τεχνικ/ήвакуумная - η τεχνολογία δημιουργίας, συντήρησης και μέτρησης του κενού3. (вычислительная) οι υπολογιστές και τα προγράμματα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > техника
-
11 существование
существован||иес ἡ ὕπαρξη [-ις]:средства к \существованиеию τά μέσα συντήρησης, τά ιτρός τό ζήν. -
12 алиментный
επ.των εξόδων διατροφής ή συντήρησης•-ые платежи οι πληρωμές των εζαδων διατροφής.
-
13 алименты
ов πλθ.έξοδα διατροφής, συντήρησης. -
14 иждивенство
-а ουδ.συντήρηση, εξασφάλιση, παροχή των προς του ζειν•справка об -е πιστοποιητικό (βεβαίωση) συντήρησης.
-
15 иждивенческий
επ.της συντήρησης. || παρασιτικός. -
16 кусок
-ска α.κομμάτι, τεμάχιο. || φέτα, μερίδα•кусок хлеба, сыра φέτα ψωμιού, τυριού.
|| μτφ. μέσο συντήρησης, διατροφής, ύπαρξης.εκφρ.разбить на -и – κατακομματιάζω, κατατεμαχίζω•кусок в горло не идёт – δε μπορώ να καταπιώ τίποτε (από κούραση, ταραχή κ.τ.τ.)•собирать -и – μαζεύω κομμάτια, διακονεύω, ζητιανεύω•урвать кусок – αποσπώ, αρπάζω μέρος (πλούτου, περιουσίας κ.τ.τ.). -
17 плодохранилище
-а ουδ.αποθήκη συντήρησης καρπών. -
18 повинность
-и θ.υποχρέωση, το χρέος•воинская повинность στρατιωτική θητεία•
трудовая повинность υποχρεωτική εργασία•
дорожная повинность παλ. υποχρεωτική εισφορά συντήρησης οδών•
общественные -и κοινωνικές υποχρεώσεις•
городские -и αστικές υποχρεώσεις•
рекрутская повинность νεο-συλλεξία (στρατολογία νεοσύλλεκτων)•
подлежащий -и φορολογήσιμος•
отбывать воинскую -εκτελώ τη στρατιωτική θητεία.
-
19 ресурс
-а α.1. μέσο, διέξοδος•ложь была последним -ом обвиняемого το ψέμα ήταν το τελευταίο μέσο του κατηγορούμενου.
2. πλθ. -ы πηγές• εφεδρείες•неисчерпаемые -ы ανεξάντλητες πηγές•
природные -ы φυσικές πηγές•
производственные -ы παραγωγικές εφεδρείες.
|| τα χρήματα• τα προς του ζειν•-ы истощились τα μέσα συντήρησης εξαντλήθηκαν.
См. также в других словарях:
συντηρήσῃς — συντηρέω keep aor subj act 2nd sg συντηρέω keep aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντήρηση — Στην καλλιτεχνική ορολογία ο όρος σημαίνει την επέμβαση που γίνεται με οποιονδήποτε τρόπο για να παρατείνει τη ζωή ενός έργου τέχνης και να αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την αρχική του μορφή. Η βάση επομένως της εργασίας της σ. είναι… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
Μιχαλαριάς, Σταύρος — (Αθήνα 1943 –). Συντηρητής και έμπορος έργων τέχνης. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση τεχνικών της βυζαντινής αγιογραφίας σε νεαρή ηλικία και το 1960 ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως συντηρητής τέχνης στο Βυζαντινό Μουσείο. Έπειτα από πέντε χρόνια, με… … Dictionary of Greek
αφυδάτωση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
συντηρητισμός — Πολιτική θέση που, αποδίδοντας μεγάλη αξία στα πολιτικά καθιερωμένα και στους κοινωνικούς θεσμούς που μεταβίβασε η παράδοση, γίνεται υπέρμαχος της διατήρησης τους, αποδεχόμενη πιθανές τροποποιήσεις τους μόνο με αυθόρμητη και βαθμιαία διαδικασία.… … Dictionary of Greek
τρόφιμο — το / τρόφιμον, ΝΑ κάθε στερεό ή υγρό που περιέχει θρεπτικές ουσίες και χρησιμοποιείται για διατροφή νεοελλ. 1. στον πληθ. τα τρόφιμα τα αναγκαία για τη διατροφή, το σύνολο τών τροφών 2. φρ. α) «φυσικά τρόφιμα» (τροφ. τεχνολ.) i) τρόφιμα που έχουν … Dictionary of Greek