Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συνομολογώ

  • 1 συνομολογώ

    συνομολογέω
    say the same thing with: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    συνομολογέω
    say the same thing with: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    συνομολογέω
    say the same thing with: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    συνομολογέω
    say the same thing with: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > συνομολογώ

  • 2 συνομολογῶ

    συνομολογέω
    say the same thing with: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    συνομολογέω
    say the same thing with: pres ind act 1st sg (attic epic doric)
    συνομολογέω
    say the same thing with: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    συνομολογέω
    say the same thing with: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > συνομολογῶ

  • 3 συνομολογώ

    (ε) μετ. договариваться, условливаться (о чём-л.); заключать, подписывать (соглашение, договор и т. п.);

    συνομολογήθη ανακωχή — заключено перемирие;

    συνομολογήθη αμοιβαία βοήθεια — договорились о взаимной помощи

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συνομολογώ

  • 4 ειρήνη

    η
    1) мир;

    παγκόσμια ειρήνη — мир во всём мире;

    στα- θερή ειρήνη — прочный мир;

    τό έργο τής ειρήνης — дело мира;

    η πάλη ( — или ο αγώνας) γιά την ειρήνη — борьба за мир;

    έργα ειρήνης — мирные дела;

    2) мир, мирный договор;

    ειρήνη или συνθήκη ειρήνης — мирный договор;

    συνομολογώ ( — или συνάπτω) ειρήνη — заключать мир; — подписывать мирный договор;

    3) спокойствие, тишина

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ειρήνη

См. также в других словарях:

  • συνομολογώ — συνομολογῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνομολογώ Α [ὁμολογῶ] έρχομαι σε συνεννόηση με κάποιον, συνάπτω συμφωνία, συνάπτω συνθήκη μσν. αρχ. (για συνομιλητές) αναγνωρίζω, παραδέχομαι και εγώ κάτι («περὶ δικαιοσύνης πάντες πως ξυνομολογοῡμεν πάντα εἶναι… …   Dictionary of Greek

  • συνομολογώ — συνομολόγησα, συνομολογήθηκα, συνομολογημένος, συμφωνώ: Συνομολόγησαν και συναποδέχτηκαν τους όρους του συμβολαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνομολογῶ — συνομολογέω say the same thing with pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνομολογέω say the same thing with pres ind act 1st sg (attic epic doric) συνομολογέω say the same thing with pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνομολογέω say the …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • αλληλεγγυώμαι — και αλληλο [αλληλέγγυος] γίνομαι αλληλέγγυος με κάποιον έναντι τρίτου, συνομολογώ με κάποιον ενοχική ή άλλη υποχρέωση έναντι τρίτου …   Dictionary of Greek

  • αποκαθιστώ — κ. αποκατασταίνω (AM ἀποκαθίστημι κ. ἀποκαθιστῶ, άω, Α κ. ἀποκαθιστάνω) επαναφέρω κάτι ή κάποιον στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, τόπο κ.λπ. νεοελλ. εξασφαλίζω τα παιδιά μου, ώστε να μην έχουν ανάγκη από πατρική ή μητρική προστασία, παρέχοντάς… …   Dictionary of Greek

  • κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …   Dictionary of Greek

  • σπονδοποιούμαι — έομαι, και σπενδοποιώ, Α [σπονδοποιός] 1. συνομολογώ ειρήνη ή ανακωχή με σπονδές 2. παριστάνω κάποιον να κάνει σπονδές …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

  • συνίημι — ΜΑ, και αττ. τ. ξυνίημι Α [ἵημι] 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι (α. «ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι», Όρθρ. Μεγ. Παρασκ. β. «πρὸς τὸ συνιέναι ἡμᾱς τὸν Ἰησούν», Ειρην. γ. «οὔπω ξυνῆκα», Αισχύλ. δ. «εὖ λέγοντος οἷ νῡν δὴ ἐμνήσθημεν τοῡ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»