-
1 συνοικισμός
συνοικ-ισμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοικισμός
-
2 συνοικισία
συνοικ-ῐσία, ἡ,A = -ισμός, τῆς τετραπόλεως Athenaeum ( Pavia) nuova serie 12 ( 1934).3 (Apollonia on the Pontus, iii B.C., found at Chios).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοικισία
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский