-
1 συνθλιβω
1) сжимать, стискивать, сдавливать(τι Arst. и τινά NT.)
συνθλίβεσθαι ἐς στενόν Plut. — быть зажатым в узкое место, быть стесненным2) сбивать, уплотнять(τέν χαυνότητα τῆς χιόνος Plut.)
; pass. густеть, твердеть(ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ Arst.)
-
2 συνθλίβω
A press together, compress, Arist.Rh. 1361b17, Cael. 307b12, Thphr.Ign.58,74; of a crowd, Ev.Marc.5.24:—[voice] Pass., Pl.Ti. 92a, Arist.HA 555b26;σ. εἰς τὴν κοιλίαν Id.Pr. 895b2
; πρὸς ἄλληλα ib. 929a15; συντεθλιμμένον ἤτοι συνεπτυγμένον ἄργυρον, = collisum argentum, Gloss.: [tense] aor. 2 συνεθλίβην [ῐ] Plu.2.408e,430c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνθλίβω
-
3 συνθλίβω
συνθλίβω impf. συνέθλιβον; aor. pass. subj. 3 sg. συνθλίβῃ Eccl. 12:6 (Pla. et al.; Strabo, Plut.; Philo, Aet. M. 110; Joseph.; LXX) to crowd around so as to leave little room for movement, press together, press upon τινά someone, of a crowd of people Mk 5:24, 31 (cp. Appian, Mithrid. 81 §365 συνθλιβεὶς ἐν πλήθει; Jos., Bell. 3, 393 τ. πλήθους συνθλιβομένου περὶ τῷ στρατηγῷ). -
4 συνθλίβω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συνθλίβω
-
5 συνθλίβω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συνθλίβω
-
6 συνθλίβω
(αόρ. συνέθλιψα, παθ. αόρ. συνεθλίφθην и συνεθλίβην) μετ. сжимать, сдавливать; давить -
7 συνθλίβω
сжимать, стискивать, сдавливать, теснить.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συνθλίβω
-
8 συνθλίβω
+ V 0-0-0-1-1=2 Eccl 12,6; Sir 31,14M: to collide with [τινι] Sir 31,14 P: to be pressed together Eccl 12,6 -
9 συνθλίβω
[синтливо] ρ сжимать, сдавливать. -
10 συνθλῑβω
συν-θλῑβω, mit, zugleich, zusammen drücken -
11 συνθλίβω
ezmek, sıkıştırarak ezmek -
12 συνθλίβω
crushΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συνθλίβω
-
13 συνθλίψει
σύνθλιψιςcompression: fem nom /voc /acc dual (attic epic)συνθλίψεϊ, σύνθλιψιςcompression: fem dat sg (epic)σύνθλιψιςcompression: fem dat sg (attic ionic)συνθλί̱ψει, συνθλίβωpress together: aor subj act 3rd sg (epic)συνθλί̱ψει, συνθλίβωpress together: fut ind mid 2nd sgσυνθλί̱ψει, συνθλίβωpress together: fut ind act 3rd sg -
14 συνθλίβον
συνθλίβωpress together: pres part act masc voc sgσυνθλίβωpress together: pres part act neut nom /voc /acc sg -
15 συνθλῖβον
συνθλίβωpress together: pres part act masc voc sgσυνθλίβωpress together: pres part act neut nom /voc /acc sg -
16 συνθλιβομένων
συνθλῑβομένων, συνθλίβωpress together: pres part mp fem gen plσυνθλῑβομένων, συνθλίβωpress together: pres part mp masc /neut gen pl -
17 συνθλιβόμενον
συνθλῑβόμενον, συνθλίβωpress together: pres part mp masc acc sgσυνθλῑβόμενον, συνθλίβωpress together: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
18 συνθλίβει
συνθλί̱βει, συνθλίβωpress together: pres ind mp 2nd sgσυνθλί̱βει, συνθλίβωpress together: pres ind act 3rd sg -
19 συνθλίβοντα
συνθλί̱βοντα, συνθλίβωpress together: pres part act neut nom /voc /acc plσυνθλί̱βοντα, συνθλίβωpress together: pres part act masc acc sg -
20 συνθλίβου
συνθλί̱βου, συνθλίβωpress together: pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric)συνθλί̱βου, συνθλίβωpress together: imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric)
См. также в других словарях:
συνθλίβω — συνθλίβω, συνέθλιψα βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνθλίβω — ΝΜΑ ασκώ μεγάλη πίεση σε κάτι, συμπιέζω, ζουλώ νεοελλ. σχηματίζω ζάρες σε κάτι με πίεση μσν. αρχ. (κυρίως παθ.) συνθλίβομαι (για πλήθος) συνωστίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θλίβω «πιέζω, συμπιέζω»] … Dictionary of Greek
συνθλίβω — συνέθλιψα, συνθλίφτηκα, συνθλιμμένος 1. συμπιέζω, ζουλώ: Συνθλίφτηκε κάτω από τα ερείπια. 2. μτφ., καταπιέζω, συντρίβω: Τον συνέθλιψαν οι συμφορές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνθλῖβον — συνθλίβω press together pres part act masc voc sg συνθλίβω press together pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθλῖψαι — συνθλίβω press together aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματώ — (I) ματῶ, άω (Α) [μάτη] 1. είμαι αργός, οκνηρός, βραδύνω, αμελώ («περαίνεται δὴ κοὐ ματᾷ τοὖργον τόδε», Αισχύλ.) 2. είμαι μάταιος, ανώφελος 3. αποτυγχάνω σε κάτι. (II) ματῶ, έω, αιολ. τ. μάτημι (Α) (σπάν.τ.) βλ. ματεύω. (III) ματῶ, έω, αιολ. τ.… … Dictionary of Greek
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek
συνθλίψει — σύνθλιψις compression fem nom/voc/acc dual (attic epic) συνθλίψεϊ , σύνθλιψις compression fem dat sg (epic) σύνθλιψις compression fem dat sg (attic ionic) συνθλί̱ψει , συνθλίβω press together aor subj act 3rd sg (epic) συνθλί̱ψει , συνθλίβω press … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
καταζουλίζω — και καταζουλώ (Μ καταζουλίζω) συνθλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζουλίζω «συνθλίβω»] … Dictionary of Greek
μασώ — άω (ΑM μασῶμαι, άομαι, Μ και μασῶ, άω) 1. συνθλίβω και πολτοποιώ την τροφή με τα δόντια τών δύο σιαγόνων («δεν μπορεί να μασήσει, γιατί τού λείπουν τα δόντια») 2. τρώγω (α. «σήμερα μασάει συνεχώς» β. «καὶ κρέας μασώμενος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek