-
1 συνεργατης
(πεμφθεὴς ξ. τινί Soph.)
ὅ σκότος ὅ σ. Eur. — тьма, служащая покровом;ὅ ξ. τινός Eur. — помощник в чем-л. -
2 συνεργάτης
συνεργάτηςfellow-workman: masc nom sg -
3 συνεργάτης
ο, συνεργάτισσα и συνεργάτις (-ιδος) η сотрудни|к, -ца, помощни|к, -ца;συνεργάτης του εχθρού — коллаборационист;
οι συνεργάτες τού περιοδικού — сотрудники журнала
-
4 συνεργάτης
[синэргатис]ουσ α сотрудник, помощник. -
5 συνεργάτης
A fellow-workman, helpmate, πεμφθεὶς.. σοὶ ξ. S.Ph.93; σκότος ξ. E.Hipp. 417: c. gen. rei, an accomplice or assistant in, ; fem., [suff] συνεργ-άτις .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεργάτης
-
6 συνεργάτης
συν-εργάτης, ὁ, u. συν-εργαστής, ὁ, der Mitarbeiter, Helfer -
7 συνεργάτης
contributorΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συνεργάτης
-
8 ξυνεργάτης
συνεργάτης, συνεργάτηςfellow-workman: masc nom sg -
9 συνεργάται
συνεργάτηςfellow-workman: masc nom /voc plσυνεργάτᾱͅ, συνεργάτηςfellow-workman: masc dat sg (doric aeolic) -
10 συνεργάταις
συνεργάτηςfellow-workman: masc dat pl -
11 συνεργάτην
συνεργάτηςfellow-workman: masc acc sg (attic epic ionic) -
12 συνεργάτου
συνεργάτηςfellow-workman: masc gen sg -
13 συνεργατινης
-
14 συνεργητης
- ου ὅ Anth. = συνεργάτης См. συνεργατης -
15 συνεργάτας
συνεργάτᾱς, συνεργάτηςfellow-workman: masc acc plσυνεργάτᾱς, συνεργάτηςfellow-workman: masc nom sg (epic doric aeolic) -
16 συν-εργατίνης
συν-εργατίνης, ὁ, poet. statt συνεργάτης, Leon. Tar. 91 (VII, 295), συνεργ. ἰχϑυβόλων ϑίασος.
-
17 συν-εργάτις
συν-εργάτις, ιδος, ἡ, fem. von συνεργάτης, die Mitarbeiterinn, φόνου συνεργάτιν λαβών, Eur. El. 100.
-
18 συν-εργέτης
συν-εργέτης, ὁ, = συνεργάτης (?).
-
19 συν-εργήτης
συν-εργήτης, ὁ, = συνεργάτης, Apollnds 26 (VII, 693), wo das Metrum diese Lesart schützt.
-
20 ξυνεργατών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνεργάτης — fellow workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συνεργάτιδα και συνεργάτρια και συνεργάτισσα Ν, συνεργάτις, ιδος, Α [συνεργάζομαι] αυτός που συνεργάζεται με άλλους για την επίτευξη κοινού έργου (α. «εργάζεται αποδοτικά κι αυτός και οι συνεργάτες του» β. «τὸν ξυνεργάτην ἄγρας», Ευρ … Dictionary of Greek
συνεργάτης — ο συμμέτοχος σε κάποιο έργο: Διάλεξε με προσοχή τους συνεργάτες του. – Στις τελευταίες σελίδες αυτού του τόμου αναφέρονται τα ονόματα όλων των συνεργατών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυνεργάτης — συνεργάτης , συνεργάτης fellow workman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργάται — συνεργάτης fellow workman masc nom/voc pl συνεργάτᾱͅ , συνεργάτης fellow workman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργάταις — συνεργάτης fellow workman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργάτην — συνεργάτης fellow workman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργάτου — συνεργάτης fellow workman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γεωρκάτζης, Πολύκαρπος — (Παλαιοχώρι Κύπρου 1930 – 1970). Κύπριος πολιτικός και εθνικός αγωνιστής. Μετείχε δραστήρια στον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (1955 59) και μετά την ανεξαρτησία διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών και Αμύνης στις κυβερνήσεις του αρχιεπισκόπου Μακαρίου … Dictionary of Greek