-
1 συνειδητός
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > συνειδητός
-
2 συνειδητός
-
3 συνειδητός
[синидитос] εκ. осознанный, сознательный, совестливый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνειδητός
-
4 συνειδητός
[синидитос] επ осознанный, сознательный, совестливый. -
5 συνειδητός
bilinçli -
6 bilinçli
συνειδητός, ενσυνείδητος -
7 сознательный
сознательный 1) συνειδητός 2) (намеренный) προμελετημένος, σκόπιμος* * *1) συνειδητός2) ( намеренный) προμελετημένος, σκόπιμος -
8 сознательный
1. (обладающий сознанием) με συνείδηση 2. (осмысленный, разумный) λογικός 3. (правильно понимающий, оценивающий окружающее) συνειδητός 4. (действующий преднамеренно, умышленно) σκόπιμοςπρομελετημένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сознательный
-
9 несознательностьый
несознательность||ыйприл ἀσυνείδητος / ἀσυναίσθητος (неосознанный)/ μή συνειδητός, χωρίς ἀναπτυγμένη συνείδηση (политически отсталый). -
10 сознательный
сознательн||ыйприл συνειδητός, ἐνσυνείδητος· 2г (намеренный, обдуманный) προμελετημένος, ἐσκεμμένος. -
11 conscious
['konʃəs]1) (aware of oneself and one's surroundings; not asleep or in a coma or anaesthetized etc: The patient was conscious.) που έχει τις αισθήσεις του2) ((sometimes with of) aware or having knowledge (of): They were conscious of his disapproval.) που έχει επίγνωση, συνειδητός•- consciousness -
12 сознательный
[σαζνάτιλ'νυΐ] εκ. συνειδητός -
13 сознательный
[σαζνάτιλ'νυϊ] επ συνειδητός -
14 вменяемый
επ., βρ: -няем, -а, -оσυνειδητός, που έχει συναίσθηση της ευθύνης -
15 вольный
επ., βρ: -лен, -льна, -но, вольны κ. -ны.1. ελεύθερος. || φιλελεύθερος.2. απελεύθερος.3. οικείος, ασύστολος, θαρρετός.4. συνειδητός•-ые и невольные погрешения συνειδητά και ασυνείδητα σφάλματα (αμαρτήματα)•
(με διαφ. σημ.) ελεύθερος•вольный перевод ελεύθερη μετάφραση•
-ые стихи ελεύθεροι στίχοι•
вольный стрелок ελεύθερος σκοπευτής•
-ая гавань ελεύθερο (τελωνειακών δασμών) λιμάνι•
-ые движения ελεύθερες (γυμναστικές) ασκήσεις•
-ая вода ελεύθερα ύδατα για πλουν (απαλλαγμένα από σκάφη, πάγους)•
-ая птица ελεύθερο πουλί (άνθρωπος ανεξάρτητος).
-
16 малосознательный
επ., βρ: -лен, -льна, -оλίγο συνειδητός. -
17 сознательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно,• συνειδητός•сознательный поступок συνειδητή πράξη•
сознательный -ая дисциплина συνειδητή πειθαρχία.
|| λογικός•человек сознательный существо -ое ο άνθρωπος είναι λογικό ον.
|| σκόπιμος, προμελετημένος.
См. также в других словарях:
συνειδητός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται με συνείδηση, με επίγνωση («συνειδητή πράξη») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλήρη επίγνωση, πλήρη συναίσθηση τού τί είναι ή τού τί κάνει («συνειδητός δημοκράτης») 3. το ουδ. ως ουσ. το συνειδητό (ψυχανάλ.) σύστημα,… … Dictionary of Greek
συνειδητός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται με επίγνωση: Ενεργεί συνειδητά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποσυνείδητος — η, ο, Ν (ψυχολ.) 1. ο ελαφρά συνειδητός, αυτός για τον οποίο το άτομο δεν έχει πλήρη συνείδηση, εκείνος που γίνεται αισθητός κατά αμυδρό τρόπο 2. αυτός που προέρχεται από το υποσυνείδητο 3. αυτός που δεν συλλαμβάνεται από τη συνείδηση, επειδή ο… … Dictionary of Greek
ανενσυνείδητος — η, ο όποιος δεν γίνεται συνειδητός … Dictionary of Greek
ασυνείδητος — η, ο (AM ἀσυνείδητος, ον) το ουδ. ως ουσ. ασυνείδητο, το (AM ἀσυνείδητον) η έλλειψη συναίσθησης των πράξεων, το να μην ξέρει κανείς τι κάνει νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ηθική συνείδηση, αυτός που παραβαίνει ή περιφρονεί τις ηθικές αξίες,… … Dictionary of Greek
αυτοσυνείδητος — ο αυτός που έχει επίγνωση του εαυτού του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + συνειδητός. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ευστάθιο Γ. Σταθάκη.] … Dictionary of Greek
γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… … Dictionary of Greek
συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… … Dictionary of Greek
συνειδητοποιώ — έω, Ν αποκτώ σαφή και ενσυνείδητη γνώση τής σημασίας γεγονότος ή κατάστασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνειδητός + ποιώ*] … Dictionary of Greek