-
1 συνδιδάσκω
συν-διδάσκω, mit, zugleich lehren -
2 συμ-μανθάνω
συμ-μανθάνω (s. μανϑάνω), mit od. zugleich lernen mit Einem; Soph. Ai. 856 κοὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαϑεῖν τόπος, wo es fälschlich für συνδιδάσκω genommen wird; ἡδὺ πόμα συμμαϑόντι, Xen. An. 4, 5, 27, wenn man sich daran gewöhnt hat, wie Suid. erkl. συνεϑισϑέντι.
См. также в других словарях:
συνδιδάσκω — Α [διδάσκω] (για τραγικό ποιητή) παρουσιάζω δραματικό έργο ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek