-
1 συνδιδάσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδιδάσκω
См. также в других словарях:
συνδιδάσκω — Α [διδάσκω] (για τραγικό ποιητή) παρουσιάζω δραματικό έργο ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek