-
1 συνδετέος
II [full] συνδετέον, one must bind together, Paul.Aeg.6.101.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδετέος
-
2 συνδέτης
II [voice] Act., one who binds together,ξύλων ἢ φακέλων Phld.Rh.1.74
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδέτης
-
3 συνδετικός
A binding together, conjunctive, connective, Placit.5.18.6, etc.; τὸ ς. a bond of union, Plu. Comp.Lyc.Num.4;τὸ ἴσον -κὸν εἰς ὠφέλειαν Ph.Fr. 101
H.; νεῦρα ς. Gal.13.161. Adv.- κῶς Procl. in Alc.p.52
C.2 Gramm., conjunctive, A.D.Synt.18.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνδετικός
-
4 σύνδετος
σύνδετ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνδετος
См. также в других словарях:
αλιοτρεφής — ἁλιοτρεφής, ές (Α) αυτός που τρέφεται, που ζει στη θάλασσα, ο θαλασσόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. ἁλι * (< ἃλς) + τρεφής < τρέφω (πρβλ. και ἁλιτραφής) το ο κατ’ αναλογική επίδραση είτε τού επιθ. ἅλιος (Ι) είτε τού συνήθους συνδετ. φωνήεντος ο τών… … Dictionary of Greek
πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… … Dictionary of Greek