-
1 συνανακυκλεομαι
вращаться в обратную сторонуσ. εἰς τἀναντία τῆς γενέσεως Plat. — совершать путь обратного становления
-
2 συνανακυκλέομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνανακυκλέομαι
-
3 συνανακυκλουμένης
συνανακυκλέομαιcome round together: pres part mp fem gen sg (attic epic)
См. также в других словарях:
συνανακυκλουμένης — συνανακυκλέομαι come round together pres part mp fem gen sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)