-
1 συναλλαγη
ἥ1) обменξ. λόγου Soph. и λόγων ξυναλλαγαί Eur. — обмен речами, переговоры
2) pl. сношения, взаимоотношенияλέκτρων συναλλαγαί Eur. — половая связь
3) примирение, мирὅρκοι ξυναλλαγῆς Thuc. — скрепление мира клятвами;
ἐκ συναλλαγῆς Xen. — в силу (состоявшегося) примирения;πρός τινα διαλέγεσθαι περὴ συναλλαγῶν Xen. — вести с кем-л. переговоры о мире4) стечение обстоятельств, случайνόσου συναλλαγῇ θανάσιμος Soph. — умерший от болезни;
δαιμόνων ξυναλλαγαί Soph. — ниспосылаемые божествами превратности;ποίας φανείσης συναλλαγῆς ; Soph. — в силу каких обстоятельств? -
2 συναλλαγή
συναλλάσσωbring into intercourse with: aor subj pass 3rd sgσυναλλάσσωbring into intercourse with: aor subj pass 3rd sgσυναλλαγήinterchange: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 συναλλαγῇ
συναλλάσσωbring into intercourse with: aor subj pass 3rd sgσυναλλάσσωbring into intercourse with: aor subj pass 3rd sgσυναλλαγήinterchange: fem dat sg (attic epic ionic) -
4 συναλλαγή
συναλλαγήinterchange: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 συναλλαγή
-
6 συναλλαγή
[синаллаги] ουσ θ мена, обмен, торговля, торговая сделка. -
7 συναλλαγή
συναλλ-ᾰγή, ἡ,A interchange, esp. for purposes of conciliation, ἐν ξυναλλαγῇ λόγου by reconciling words, S.Aj. 732;λόγων ξυναλλαγαῖς E.Supp. 602
(lyr.): abs., reconciliation, making of peace, Th.4.20;ὅρκοι ξυναλλαγῆς Id.3.82
: in pl. συναλλαγαί, treaty of peace, X.HG 6.5.8.2 commerce, dealings, λέκτρων ἦλθες ἐς συναλλαγάς (of a procuress) E.Hipp. 652; ἔν τε δαιμόνων συναλλαγαῖς in the dealings of men with the immortals, S.OT34;ἐπὶ συναλλαγαῖς γάμου D.H. 1.60
; covenant, contract, Id.6.22, POxy.70.4 (iii A.D.); αἱ πρὸς ἀλλήλους ς. OGI669.18 (Egypt, i A.D.).3 rate of exchange, agio, PMasp. 131.1, al. (vi A.D.).II that which is brought about by the intervention or agency of another, visitation,νόσου ξυναλλαγῇ S.OT 960
; conjuncture, Id.OC 410; μολόντ' ὀλεθρίαισι ς. Id.Tr. 845 (lyr., unless = meeting, converse).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναλλαγή
-
8 συναλλαγή
συν-αλλαγή, ἡ, Austausch, Vertauschung; daher (a) Ausgleichung, Versöhnung; (b) Verkehr und Umgang übh.; bes. Handelsverkehr; ἔν τε δαιμόνων ξυναλλαγαῖς, sind von den Göttern verhängte Schickungen, Schicksalswechsel gemeint; ποίας φανείσης ξυναλλαγῆς, nach welcher Fügung, Schickung -
9 συναλλαγή
transactionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συναλλαγή
-
10 ξυναλλαγή
συναλλαγή, συναλλαγήinterchange: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
11 συναλλαγαί
συναλλαγήinterchange: fem nom /voc pl -
12 συναλλαγήν
συναλλαγήinterchange: fem acc sg (attic epic ionic) -
13 συναλλαγής
συναλλαγήinterchange: fem gen sg (attic epic ionic)——————συναλλάσσωbring into intercourse with: aor subj pass 2nd sgσυναλλάσσωbring into intercourse with: aor subj pass 2nd sgσυναλλαγήinterchange: fem dat pl (epic) -
14 συν-άλλαξις
συν-άλλαξις, ἡ, = συναλλαγή, Plat. Legg. VIII, 850 a u. Sp.
-
15 ξυναλλαγη
ἥ1) обменξ. λόγου Soph. и λόγων ξυναλλαγαί Eur. — обмен речами, переговоры
2) pl. сношения, взаимоотношенияλέκτρων συναλλαγαί Eur. — половая связь
3) примирение, мирὅρκοι ξυναλλαγῆς Thuc. — скрепление мира клятвами;
ἐκ συναλλαγῆς Xen. — в силу (состоявшегося) примирения;πρός τινα διαλέγεσθαι περὴ συναλλαγῶν Xen. — вести с кем-л. переговоры о мире4) стечение обстоятельств, случайνόσου συναλλαγῇ θανάσιμος Soph. — умерший от болезни;
δαιμόνων ξυναλλαγαί Soph. — ниспосылаемые божествами превратности;ποίας φανείσης συναλλαγῆς ; Soph. — в силу каких обстоятельств? -
16 ξυναλλαγής
-
17 ξυναλλαγῆς
-
18 ξυναλλαγαίς
-
19 ξυναλλαγαῖς
-
20 ξυναλλαγών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συναλλαγή — interchange fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλαγή — η, ΝΜΑ [συναλλάσσω] νεοελλ. 1. (οικον.) ανταλλαγή πραγμάτων με στόχο το αμοιβαίο συμφέρον, η οποία, στις αχρήματες οικονομίες, γίνεται είδος με είδος και, στις εγχρήματες οικονομίες, γίνεται με τη μεσολάβηση χρήματος 2. αθέμιτη παροχή… … Dictionary of Greek
συναλλαγῇ — συναλλάσσω bring into intercourse with aor subj pass 3rd sg συναλλάσσω bring into intercourse with aor subj pass 3rd sg συναλλαγή interchange fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλαγή — η 1. ανταλλαγή κάποιου πράγματος με άλλο, δοσοληψία: Δεν είναι έντιμος στις συναλλαγές του. – Ασχολείται με πολύ επικερδείς συναλλαγές. 2. μτφ., παροχή ανταλλαγμάτων για παράνομη υποστήριξη, ρουσφετολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυναλλαγή — συναλλαγή , συναλλαγή interchange fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλαγαῖς — συναλλαγή interchange fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλαγαί — συναλλαγή interchange fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλαγῆς — συναλλαγή interchange fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλαγήν — συναλλαγή interchange fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλαγῶν — συναλλαγή interchange fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταβλητικός — μεταβλητικός, δωρ. τ. μεταβλατικός, ή, όν (Α) [μεταβλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταβολή ή ο ικανός να επιφέρει μεταβολή 2. αυτός που υπόκειται σε μεταβολή, μεταβλητός 3. αυτός που έχει σχέση με την ανταλλαγή, με τη συναλλαγή 4.… … Dictionary of Greek