Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συναλλαγή

См. также в других словарях:

  • συναλλαγή — interchange fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλαγή — η, ΝΜΑ [συναλλάσσω] νεοελλ. 1. (οικον.) ανταλλαγή πραγμάτων με στόχο το αμοιβαίο συμφέρον, η οποία, στις αχρήματες οικονομίες, γίνεται είδος με είδος και, στις εγχρήματες οικονομίες, γίνεται με τη μεσολάβηση χρήματος 2. αθέμιτη παροχή… …   Dictionary of Greek

  • συναλλαγῇ — συναλλάσσω bring into intercourse with aor subj pass 3rd sg συναλλάσσω bring into intercourse with aor subj pass 3rd sg συναλλαγή interchange fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλαγή — η 1. ανταλλαγή κάποιου πράγματος με άλλο, δοσοληψία: Δεν είναι έντιμος στις συναλλαγές του. – Ασχολείται με πολύ επικερδείς συναλλαγές. 2. μτφ., παροχή ανταλλαγμάτων για παράνομη υποστήριξη, ρουσφετολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυναλλαγή — συναλλαγή , συναλλαγή interchange fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλαγαῖς — συναλλαγή interchange fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλαγαί — συναλλαγή interchange fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλαγῆς — συναλλαγή interchange fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλαγήν — συναλλαγή interchange fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλαγῶν — συναλλαγή interchange fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταβλητικός — μεταβλητικός, δωρ. τ. μεταβλατικός, ή, όν (Α) [μεταβλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταβολή ή ο ικανός να επιφέρει μεταβολή 2. αυτός που υπόκειται σε μεταβολή, μεταβλητός 3. αυτός που έχει σχέση με την ανταλλαγή, με τη συναλλαγή 4.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»