Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

συναγερμού

См. также в других словарях:

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • Youth of the Orthodox Rally — The Youth of the Orthodox Rally (Greek: Νεολαία Ορθόδοξου Συναγερμού Neolaía Orthodoxou Synagermoú NE.O.S.) is the youth branch of the Greek political party Popular Orthodox Rally. External links Youth of the Orthodox Rally (Official website)… …   Wikipedia

  • Constantin Caramanlis (1907-1998) — Konstantínos Karamanlís (1907 1998) Pour les articles homonymes, voir Konstantínos Karamanlís. Konstantínos Karamanlís Κωνσταντίνος Καραμανλής …   Wikipédia en Français

  • Konstantinos Karamanlis (1907-1998) — Konstantínos Karamanlís (1907 1998) Pour les articles homonymes, voir Konstantínos Karamanlís. Konstantínos Karamanlís Κωνσταντίνος Καραμανλής …   Wikipédia en Français

  • Konstantínos Karamanlís (1907-1998) — Pour les articles homonymes, voir Konstantínos Karamanlís. Konstantínos Karamanlís Κωνσταντίνος Καραμανλής …   Wikipédia en Français

  • Konstantínos karamanlís (1907-1998) — Pour les articles homonymes, voir Konstantínos Karamanlís. Konstantínos Karamanlís Κωνσταντίνος Καραμανλής …   Wikipédia en Français

  • Aléxandros Papágos — Αλέξανδρος Παπάγος Mandats 142e Premier ministre grec 19 novembre 1952 – …   Wikipédia en Français

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • προσαρμογή — Ιδιότητα κάθε είδους ζωντανού οργανισμού να έχει διάρθρωση, όργανα και λειτουργίες αντίστοιχα προς το περιβάλλον στο οποίο ζει. Η π. είναι ιδιαίτερα εμφανής στις περιπτώσεις του περιβάλλοντος και των τρόπων ειδικής ζωής· π.χ. τα ζώα που ζουν στο… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»