-
1 тревога
-и θ.1. φόβος, ανησυχία, ταραχή, άγχος• αδημονία•тревога за будущее ανησυχία για το μέλλον•
маму охватила какая-то тревога τη μάνα την κυρίευσε κάποιος φόβος.
|| θόρυβος, ταραχή, φασαρία•что за тревога на улице? τι φασαρία γίνεται έξω;
2. συναγερμός•сигналтревогаи σύνθημα συναγερμού•
ударить -у σημαίνω συναγερμό•
отбой -и παύση του συναγερμού•
в случае -и σε περίπτωση συναγερμού.
εκφρ.бить -у – κρούω τον κώδωνα του κινδύνου (επισημαίνω επερχόμενο κακό ή κακές συνέπειες). -
2 тревожный
επ., βρ: -жен, -жна, -жно.1. ανήσυχος, φοβισμένος• ταραγμένος• εφιαλτικός--ые мысли ανήσυχες σκέψεις•тревожный голос φοβισμένη φωνή•
тревожный взгляд φοβισμένο βλέμμα•
-ая ночь εφιαλτική νύχτα.
2. ανησυχαστικός, ανησυχητικός•-ые вести ανησυχητικές ειδήσεις•
-ые слухи ανησυχητικές φήμες•
-ое положение ανησυχαστική κατάσταση.
3. του συναγερμού•-сигнал σύνθημα συναγερμού•
тревожный гудок σειρήνα συναγερμού.
-
3 звонок
(электрический) το κουδούνι, (звуковой сигнал) το σήμαвызывной (тлф.) - κλήσηςдверной - θύρας/πόρτας- εισόδουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > звонок
-
4 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
5 катер
η άκατος, το πλοιάριοбуксирный - ρυμούλκησης, το ρυμουλκόдежурный - του συναγερμού/της υπηρεσίας- на подводных крыльях - με υποβρύχια πτερύγια, το «δελφίνι»- εκδρομώνрейдовый - της ρά-δας, разг. η λάντζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > катер
-
6 колокол
ο κώδων, η καμπάναсигнальный ж.-д. - συναγερμού/κινδύνουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > колокол
-
7 панель
1. (строительный элемент) το προκατασκευασμένο μέλος/στοιχείοсборная - стр. το προκατασκευασμένο τοίχωμα (του σκυροδέματος)2. (отделка нижней части стены) η μπορντούρα (του κάτω τμήματος του τοίχου) 3 (тротуар) το πεζοδρόμιο 4. эл. о πίνακας, το ταμπλώ (ξεν.) контрольная (тлф.) - ελέγχουламповая (рад.элн.) - των λυχνιών5. (авто) το πλαισιωμένο επίπεδο 6. (вентиляционная) οι περσίδες εξαερισμού (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > панель
-
8 реле
ο ηλεκτρονόμος, ο ρωστήρας, ο τηλεδιακόπτης, разг. το ρελέ (ξεν.)вызывное (тлф.) - κλίσης- γραμμήςнеполя-ризованное - ουδέτερος -, μη-πολωμένος -- έντασηςудерживающее (тлф.) - αναμονής- κράτησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реле
-
9 сигнал
το σήματο σύνθηματο σινιάλο (ξεν.)передавать - εκπέμπω το -, μεταδίδω το -преобразовывать - μετασχηματίζω/μετατρέπω το -аварийный - κινδύνου/αβαρίαςвидимый - ορατό -, οπτικό -входной - εισόδου, εισερχόμενο -выходной - εξόδου, εξερχόμενο -опознавательный - αναγνώρησης, διακριτικό -позывной рад. - το (διεθνές) διακριτικό -цветовой - (тлв.) έγχρωμο -- θύελλαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сигнал
-
10 система
το σύστημα- автоматического регулирования замкнутая - αυτόματης ρύθμισης, κλειστού τύπουбанковская - (банк.) τραπεζικό -валютная - эк. νομισματικό -вегетативная нервная анат. το φυτικό νευρικό -- гидроакустическая опускаемая (вертолётом) υδροακουστικό καταδυόμενο/καταβιβαζόμενο - (από ελικόπτερο)грузовая мор. - φορτοεκφόρτωσηςдвухпроводная эл. - δύο αγωγώνдыхательная - анат. αναπνευστικό -- единиц МКС - M.K.S. (μέτρο, χιλιόγραμμοзапоминающая вчт. - αποθήκευσηςизолированная - απομονωμένο -, κλειστό -информационная - πληροφοριών, πληροφοριακό -корневая - бот. ριζικό -лимфатическая - биол. λεμφικό/λεμφατικό -линейная - мат. γραμμικό -- мер метрическая (διεθνές) μετρικό -, δεκαδικό - μέτρησηςмоечная - πλύσης, το δίκτυο πλύσηςмышечная - анат. μυϊκό -- набора поперечная мор. εγκάρσιο - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора продольная мор. διά-μηκες - ενισχύσεων (του πλοίου)- набора смешанная мор. μ(ε)ικτό - ενισχύσεων (του πλοίου)налоговая эк. - φορολογικό -нервная - анат. νευρικό -нуле-единичная (киб.) - δύο καταστάσεων (0 και Ι)ордовикская - (период) (геол.) η ορδοβίσιος περίοδος/εποχήпериферическая нервная - анат. περιφε-ριακό νευρικό -покровительственная - эк. см. протекционизм (в 1 знач.)противообледенительное - ав. αντιπαγωτικό -радиолокационная - с электронным сканированием - του ραντάρ με ηλεκτρονική σάρωση- сбыта торг. - πωλήσεωνсердечнососудистая - анат. καρδιοαγγειακό -симпатическая нервная - анат. συμπαθητικό νευρικό -симметричная - СГС см. - единиц СГС смазочная - λίπανσης- счисления непозиционная - αρίθμησης μη-προσδιοριζόμενο από τη θέση συμβόλου (π.χ. ρωμαϊκό)- счисления позиционная - αρίθμησης προσδιοριζόμενο από τη θέση του συμβόλου (π.χ. δεκαδικό)трёхпроводная эл. τρισύρματο -трёхфазная - эл. τριφασικό -триасовая - (геол.) η τριασική περίοδοςфановая - мор. το δίκτυο λυμάτωνцентральная нервная - физиол. κεντρικό άνευρικό -- элементов Менделеева периодическая περιοδικό - των στοιχείων του Μεντελέγιεφ (Mendeleiev)эндокринная - анат. ενδοκρινές -юрская - см. юраРусско-греческий словарь научных и технических терминов > система
-
11 уставка
η ρύθμιση, το σημείο ρύθμισηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > уставка
-
12 цепь
I. 1. (мех., мат, хим.) η αλυσίδα, η σειράмолекулярная - хим. μοριακή -прямая - хим. ευθεία -якорная мор. - άγκυρας2. эл. το κύκλωμαанодная (элн.) - ανοδίουизмерительная (эл.элн.) - μέτρησηςкабельная свз. - καλωδιακό -линейная - (эл.элн.) γραμμικό -- нагрузки (эл.элн.) - φορτίου- отключения (эл.элн.) - αποσύνδεσηςтормозная - φρένου/πέδης- управления (эл.элн.) - χειρισμούфизическая свз. - φυσικό -II.(горная) η οροσειρά, η βουνο-σειρά.III.(напр. пищевая) η (π.χ. τροφική) αλυσίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цепь
-
13 сигнал
сигналм τό σύνθημα, τό σήμα, τό σινιάλο:звуковой \сигнал τό ἡχητικό σύνθημα, τό ἡχητικό σινιάλο· световой \сигнал φωτεινό σινιάλο, σήμα μέ φανάρι· \сигнал бедствия τό σήμα κινδύνου· \сигнал возду́шной тревоги σήμα ἀεροπορικού συναγερμοῦ· подавать \сигнал σηματοδοτώ, δίνω σήμα· по первому \сигналу μέ τό πρῶτο σύνθημα·2. перен (предупреждение, знак, признак) ἡ προειδοποίηση [-ις], τό προμήνυμα. -
14 гудок
гудок 1-дка α.σειρήνα (εργοστασίου, πλοίου κλπ.). || σφυρίχτρα τραίνου. || κλάξο, κόρνο αυτοκινήτου.εκφρ.тревожный гудок – το σήμα κινδύνου, συναγερμού (με τη σειρήνα).-дка α.гудок 2παλιό ρωσικό τρίχορδο μουσικό όργανο με δοξάρι. -
15 колокол
-а α., πλθ. -ла.1. καμπάνα, κώδωνας•церковный колокол καμπάνα της εκκλησιάς•
-водолазный καταδυτικός κώδωνας•
пожарный -πυροσβεστικός κώδωνας•
набатный колокол κώδωνας κινδύνου ή συναγερμού•
язык -а γλωσσίδι της καμπάνας, ρόπτρο;•
ударить колокол χτυπώ την καμπάνα•
звонит: -α ηχούν οι καμπάνες.
2. πλθ. -а, -ов (μουσ.) κωδωνοστοιχία. -
16 набатный
επ.της κωδωνοκρουσίας•набатный звон καμπάνισμα, σύνθημα συναγερμού.
-
17 сигнал
-а α.1. σημείο, σήμα, σύνθημα, σινιάλο•сигнал воздушной тревоги σύνθημα αεροπορικού συναγερμού•
световой сигнал οπτικό (φωτεινό) σήμα•
дорожные -ы οδικά σήματα•
звуковой сигнал ακουστικό σήμα•
сигнал сбора σύνθημα συγκέντρωσης•
по первому -у με το πρώτο σύνθημα•
давать (дать) сигнал δίνω σήμα, σηματοδοτώ.
2. μτφ. ένδειξη. || μτφ. προειδοποίηση, προμήνυμα, προοίμιο•сигнал бедствия σήμα κινδύνου.
-
18 сирена
-ы θ.1. σειρήνα (μυθο λογ. τέρας). || μτφ. γυναίκα γόησσα.2. σειρήνα (σφυρίχτρα) πλοίων, σιδηροδρόμων, συναγερμού κ.τ.τ.
См. также в других словарях:
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
Youth of the Orthodox Rally — The Youth of the Orthodox Rally (Greek: Νεολαία Ορθόδοξου Συναγερμού Neolaía Orthodoxou Synagermoú NE.O.S.) is the youth branch of the Greek political party Popular Orthodox Rally. External links Youth of the Orthodox Rally (Official website)… … Wikipedia
Constantin Caramanlis (1907-1998) — Konstantínos Karamanlís (1907 1998) Pour les articles homonymes, voir Konstantínos Karamanlís. Konstantínos Karamanlís Κωνσταντίνος Καραμανλής … Wikipédia en Français
Konstantinos Karamanlis (1907-1998) — Konstantínos Karamanlís (1907 1998) Pour les articles homonymes, voir Konstantínos Karamanlís. Konstantínos Karamanlís Κωνσταντίνος Καραμανλής … Wikipédia en Français
Konstantínos Karamanlís (1907-1998) — Pour les articles homonymes, voir Konstantínos Karamanlís. Konstantínos Karamanlís Κωνσταντίνος Καραμανλής … Wikipédia en Français
Konstantínos karamanlís (1907-1998) — Pour les articles homonymes, voir Konstantínos Karamanlís. Konstantínos Karamanlís Κωνσταντίνος Καραμανλής … Wikipédia en Français
Aléxandros Papágos — Αλέξανδρος Παπάγος Mandats 142e Premier ministre grec 19 novembre 1952 – … Wikipédia en Français
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
προσαρμογή — Ιδιότητα κάθε είδους ζωντανού οργανισμού να έχει διάρθρωση, όργανα και λειτουργίες αντίστοιχα προς το περιβάλλον στο οποίο ζει. Η π. είναι ιδιαίτερα εμφανής στις περιπτώσεις του περιβάλλοντος και των τρόπων ειδικής ζωής· π.χ. τα ζώα που ζουν στο… … Dictionary of Greek
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek
σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… … Dictionary of Greek