-
1 измеритель
ο μετρητής. - видимости (метео) - ορατότητας- расхода (газа жидкости) - κατανάλωσης (αερίου, υγρού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > измеритель
-
2 модуляторный
физ. διαμορφωτικός модуляция 1. физ. η διαμόρφωση (του παλμού)-- с авторегулированием несущей частоты - με αυτορρύθμιση της φέρουσας συχνότητας2. муз. (переход из одной тональности в другую) о μετατονισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модуляторный
-
3 шкала
η κλίμακαη κλίμαξο πίνακας ένδειξης- температурная международная практическая Διεθνής πρακτική θερμομετρική - (IPTS)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шкала
-
4 ослабление
ослабление с η ελάττωση, η χαλάρωση· \ослабление международной напряжённости η μίωση (или χαλάρωση) της διεθνούς έντασης* * *сη ελάττωση, η χαλάρωσηослабле́ние междунаро́дной напряжённости — η μείωση ( или χαλάρωση) της διεθνούς έντασης
-
5 разрядка
разрядка ж полит· η ύφεση· \разрядка международной напряжённости η ύφεση της διεθνούς έντασης' политика \разрядкаи напряжённости η πολιτική κατευνασμού* * *ж полит.η ύφεσηразря́дка междунаро́дной напряжённости — η ύφεση της διεθνούς έντασης
поли́тика разря́дки напряжённости — η πολιτική κατευνασμού
-
6 болометр
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > болометр
-
7 вьюшка
1. (крышка или задвижка в дымоходе) το κινητό διάφραγμα ρύθμισης της έντασης καύσης (θερμάστρας/σόμπας), ο καπνοσύρτης, ο καπνοφράκτης 2. мор. το τύμπανο του καλωδίου/σύρματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вьюшка
-
8 гамма
I.(внесистемная единица напряжённости магнитного поля) Г, το γάμμα (μονάδα έντασης του μαγνητικού πεδίου).II.муз. η μουσική κλίμακαмажорная - μείζων -, το ματζόρε (ξεν.)минорная - ελάσσων -, το μινόρε (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма
-
9 гамма-фактор
(коэффициент контрастности) ο συντελεστής-γάμμα (ο συντελεστής έντασης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-фактор
-
10 гаусс
(единица измерения магнитной индукции в системе СГС) το γκάους, το γκως (μονάδα έντασης του μαγνητικού πεδίου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гаусс
-
11 граница
1. (линия раздела) το όριο, η γραμμή διαχωρισμού 2. (норма, предел) το όριοη μεθόριοςдо-ставка груза до - ы страны покупателя (продавца) η παράδοση του φορτίου μέχρι τα - της χώρας του αγοραστή (πωλητή)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > граница
-
12 димер
ο διακόπτης της αυξομείωσης της έντασης του φωτός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > димер
-
13 компенсация
1. тех. η αντιστάθμιση, η ισοστάθμιση 2. фин. η αποζημίωση 3. мед. ηεπανόρθωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компенсация
-
14 контрастность
η κλίμακα έντασης (των χρωμάτων ή της φωτεινότητας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > контрастность
-
15 коррекция
η διόρθωσηамплитудная свз. - του εύρους- гирокомпаса инерциальная (нвг.) κεκτημένη - της γυροπυξίδας- гирокомпаса магнитная (нвг.) μαγνητική - της γυροπυξίδαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коррекция
-
16 коэффициент
ο συντελεστής- деления (делителя частоты, перерасчётной схемы и т.п.) - της διαίρεσης, - диэлектрических потерь - των διηλεκτρικών απωλειών- передачи (авт.элн.) - (απόδοσης) τηςμετάδοσης- полезного действия (кпд) - απόδοσης, η πραγματική (ή ωφέλιμη) ισχύς- полноты водоизмещения мор. - τηςγάστρας (η σχέση όγκου-υφάλων με μήκος- полноты мидель-шпангоута мор. - της γάστρας (ησχέση επιφάνειας της μέσης τομής με πλάτοςκαι πλευρικό ύψος)- продольной полноты мор. - της γάστρας (η σχέση των υφάλωνμε την επιφάνεια της μέσης τομής και τουμήκους)пропульсивный мор. - της πρόωσηςторможения - πέδησης/φρεναρίσματοςудельный - (в колориметрии) ειδικός -,ποσοστιαίος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > коэффициент
-
17 малоинтенсивный
χαμηλής έντασης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > малоинтенсивный
-
18 металлоёмкий
μεταλλικής έντασης/κα-τανάλωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > металлоёмкий
-
19 модулятор
тех. о διαμορφωτήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > модулятор
-
20 моталка
1. (для пряжи) о κλώστης 2. (прок.) η ανέμη (το τύμπανο του περιτυλίγματος)натяжная - σύσφιξης/έντασηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > моталка
См. также в других словарях:
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
αυτεπαγωγή — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται ηλεκτρεγερτική δύναμη επαγωγής, στα άκρα ενός κυκλώματος, όταν μεταβάλλεται η ένταση του ρεύματος που διαρρέει το κύκλωμα. Κάθε αγωγός που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα σχηματίζει γύρω από αυτόν μαγνητικό… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
εξασθένηση — (Φυσ.). Η προοδευτική ελάττωση της έντασης ενός φυσικού μεγέθους στον χώρο (π.χ. της έντασης του ήχου, της έντασης της ακτινοβολίας κλπ.). Κάθε μορφή ακτινοβολίας, όταν διέρχεται μέσα από ένα υλικό, παρουσιάζει μετά την έξοδό της από αυτό… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
σεισμός — Κατάσταση σφοδρής και ταχύτατης δόνησης μεγάλων ή μικρών τμημάτων του φλοιού της Γης, που προέρχεται από ενδογενή αίτια. Όταν σε μια ζώνη του εσωτερικού της Γης συμβεί μια απρόβλεπτη διατάραξη της ισοστατικής ισορροπίας των μαζών, με σύγχρονη… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek