-
1 συναγειρόμενοι
συναγείρωgather together: pres part mp masc nom /voc pl -
2 συν-αγείρω
συν-αγείρω (s. ἀγείρω), sammeln, zusammenführen, -bringen; πολὺν βίοτον συναγείρων, Od. 4, 90; στόλον, Her. 1, 4; Thuc. 7, 31; ξυνήγειρε ϑεοὺς πάντας εἰς τὴν οἴκησιν, Plat. Critia. 121 c; u. übrtr., μόγις πως ἐμαυτὸν ὡςπερεὶ συναγείρας εἶπον, Prot. 328 d, wie auch wir sagen: nachdem ich mich gesammelt hatte; ἅπαντας τοὺς ἐξ Ἀσίας συναγείρας, Isocr. 4, 88; τοὺς συμμάχους, Pol. 2, 18, 7; med. für sich sammeln, κτήματ' ἔδειξεν, ὅσα ξυναγείρατ' Ὀδυσσεύς, Od. 14, 323. 19, 293; Menschen versammeln, Il. 20, 21; πίσυρας συναγείρεται ἵππους, 15, 680. – Med. sich versammeln, zusammenkommen, συναγειρόμενοι δαίνυντο, Il. 24, 802; οἱ δὲ συναγρόμενοι, die Versammelten, 11, 687; τοὺς Ἕλληνας ἀεὶ δι' ἔτους πέμπτου ξυναγείρει, Ar. Plut. 584; u. in Prosa, besonders übertr., καί μοι κατὰ σμικρὸν πάλιν ἡ ϑρασύ-της ξυνηγείρετο, Plat. Charm. 156 d, vgl. Phaed. 67 c; Sp.
-
3 ξυναγειρω
(aor. συνήγειρα - эп. ξυνάγειρα)1) собирать, созывать(ἐκκλησίην Her.; τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας Arph.)
συναγειρόμενοι и συναγρόμενοι Hom. — собравшиеся;σ. πολὺν βίοτον Hom. — накапливать большие богатства;κτήματ΄, ὅσα ξυναγείρατο Hom. — имущество, которое он нажил;σ. ἑαυτόν Plat. — собираться с силами, приходить в себя;ἥ θρασύτης ξυνηγείρετό μοι Plat. — я воспрянул духом2) набирать, снаряжать(στόλον Her.; στρατόν Xen.)
3) устраивать, учреждать(τόνδε τὸν ἀγῶνα Lys.)
-
4 συναγειρω
(aor. συνήγειρα - эп. ξυνάγειρα)1) собирать, созывать(ἐκκλησίην Her.; τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας Arph.)
συναγειρόμενοι и συναγρόμενοι Hom. — собравшиеся;σ. πολὺν βίοτον Hom. — накапливать большие богатства;κτήματ΄, ὅσα ξυναγείρατο Hom. — имущество, которое он нажил;σ. ἑαυτόν Plat. — собираться с силами, приходить в себя;ἥ θρασύτης ξυνηγείρετό μοι Plat. — я воспрянул духом2) набирать, снаряжать(στόλον Her.; στρατόν Xen.)
3) устраивать, учреждать(τόνδε τὸν ἀγῶνα Lys.)
-
5 συναγείρω
Aξυνάγειρα Il.20.21
: [dialect] Ep. [ per.] 3pl. [tense] aor.1 [voice] Pass.συνάγερθεν Theoc.22.76
:—gather together, assemble, ὧν ἕνεκα ξυνάγειρα (sc. τοὺς θεούς) Il. l.c., cf. Pl.Criti. 121c;ἐκκλησίην Hdt.3.142
, cf. 1.206;τὸν Ὀλυμπικὸν.. ἀγῶνα, ἵνα τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας.. ξυναγείρει Ar.Pl. 584
; alsoσ. ἀγῶνα Lys.33.1
;σ. κύκλους Antiph. 190.9
; esp., collect armies, soldiers, etc., Hdt.1.4, 4.4, Plb.2.18.7, etc.;σ. στρατιὰν εἰς Βαβυλῶνα X.Cyr.8.6.19
;τοὺς ἀριστέας ἐπὶ τὸν σῦν Ant.Lib.2
:—[voice] Pass., gather together, come together, assemble,συναγειρόμενοι Il.24.802
; but συναγρόμενοι, [dialect] Ep. part. [tense] aor. 2 [voice] Pass., 11.687.2 collect the means of living,βίοτον Od.4.90
:—[voice] Med., collect for oneself,ὅσα [κτήματα] ξυναγείρατ' Ὀδυσσεύς 14.323
, 19.293; for Il.15.680, v. συναείρω.3 metaph., σ. ἐμαυτόν collect myself, Pl. Prt. 328d:—[voice] Pass., of the soul, πανταχόθεν ἐκ τοῦ σώματος ς. Id.Phd. 67c;μοι ἡ θρασύτης συνηγείρετο Id.Chrm. 156d
, cf. Theoc.15.57:— [voice] Med.,συναγείρατο θυμόν A.R.1.1233
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναγείρω
-
6 συναγείρω
συν - αγείρω, ξυναγείρω, aor. ξυνάγειρα, mid. pr. part. συναγειρόμενοι, aor. 1 ξυναγείρατο, aor. 2 part. συναγρόμενος: collect together, assemble; mid. aor. 1, for oneself, Od. 14.323; aor. 2, intrans., Il. 11.687.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > συναγείρω
-
7 ξυναγείρω
συν - αγείρω, ξυναγείρω, aor. ξυνάγειρα, mid. pr. part. συναγειρόμενοι, aor. 1 ξυναγείρατο, aor. 2 part. συναγρόμενος: collect together, assemble; mid. aor. 1, for oneself, Od. 14.323; aor. 2, intrans., Il. 11.687.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ξυναγείρω
См. также в других словарях:
συναγειρόμενοι — συναγείρω gather together pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)