Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συνέψω

См. также в других словарях:

  • συνεψώ — έω και άω, Α (μτγν τ.) συνέψω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού συνέψω, κατά τα συνηρημ. (πρβλ. ἑψῶ (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • συνέψω — Α 1. βράζω ή ψήνω δύο πράγματα μαζί 2. παθ. συνέψομαι α) (για καρπούς) ωριμάζω β) (για μέταλλα) τήκομαι ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἕψω «βράζω, μαγειρεύω, ψήνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνέψημα — ήματος, τὸ, Α [συνέψω] το βρασμένο ή ψημένο μαζί με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»