-
1 συνέδριο(ν)
το съезд; конгресс;ιδρυτικό συνέδρ — учредительный съезд;
οι αποφάσεις τού συνέδρίου — решения или документы съезда;
συνέδριο(ν) ειρήνης — мирная конференция
-
2 συνέδριο(ν)
το съезд; конгресс;ιδρυτικό συνέδρ — учредительный съезд;
οι αποφάσεις τού συνέδρίου — решения или документы съезда;
συνέδριο(ν) ειρήνης — мирная конференция
-
3 συνέδριο
[синэдрио] ουσ ο съезд, конгресс. -
4 έκτακτος
η, ο [ος, ον ]1) внеочередной; непредусмотренный, непредвиденный;έκτακτα έξοδα — непредвиденные расходы;
έκτακτο συνέδριο — внеочередной съезд;
έκτακτος υπάλληλος — внештатный служащий;
2) чрезвычайный; экстренный;έκτακτον στρατοδικείον — чрезвычайный военный трибунал;
έκτακτη ευκαιρία — редкий случай;
έκτακτη έκδοση εφημερίδας — экстренный выпуск газеты;
3) исключительный, превосходный, великолепный;έκτακτος άνθρωπος — исключительный человек;
έκτακτος φίλος — превосходный друг
-
5 ιδρυτικός
-
6 προσεχής
ης, ες1) предстоящий;τό προσεχες συνέδριο — предстоящий съезд;
2) будущий, наступающий; следующий, ближайший;την προσεχή εβδομάδα — на следующей неделе;
η συνέχεια εις το προσεχες (τεύχος, φύλλον) — продолжение в следующем номере;
3) близкий (по времени);η νίκη είναι προσεχής — победа близка
-
7 προσκεκλημένες
η, ο[ν]1) приглашённый;οι προσκεκλημένεςοι στο συνέδριο — приглашённые на съезд, гости съезда;
προσκεκλημένες της κυβέρνησης — гость правительства;
2) вызванный (в суд и т. п.); призванный (в армию);προσκεκλημένες μάρτυρας — вызванный свидетель
-
8 συγκαλώ
См. также в других словарях:
συνέδριο — Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί … Dictionary of Greek
συνέδριο — το 1. συγκέντρωση πολλών ατόμων για σύσκεψη και λήψη αποφάσεων: Στο συνέδριο των παιδιάτρων έγιναν σημαντικές ανακοινώσεις. 2. το σύνολο των ατόμων που παίρνουν μέρος σε μια τέτοια συγκέντρωση: Το συνέδριο του κόμματος πήρε σημαντικές αποφάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μέγα Συνέδριο — (εβρ. Σανχεδρίν). Σώμα συμβούλων των Εβραίων. Η ύπαρξή του χρονολογείται από την ελληνιστική περίοδο και διέθετε τόσο θρησκευτική όσο και κοσμική εξουσία. Μέλη του ήταν ο μέγας αρχιερέας της περιόδου, οι πρώην μεγάλοι αρχιερείς των οποίων η… … Dictionary of Greek
Ελεγκτικό Συνέδριο — Δικαστήριο και ανεξάρτητη διοικητική αρχή που λειτουργεί υπό την εποπτεία του υπουργείου Οικονομικών. Συστάθηκε το 1933 και από τότε αποτέλεσε αντικείμενο πολλών μεταρρυθμίσεων. Οι σχετικές διατάξεις κωδικοποιήθηκαν με το προεδρικό διάταγμα της 3 … Dictionary of Greek
Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕ) — Όργανο της ΕΕ με αρμοδιότητα την επαλήθευση της νομιμότητας και της κανονικής κατάστασης των εσόδων και των δαπανών της ΕΕ, καθώς και την εξασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Το Ε.Σ. ιδρύθηκε το 1977,… … Dictionary of Greek
γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Cadastre de Grèce — Le Cadastre de Grèce (registre foncier) est un dossier complet, unifié, systématique et actualisé en permanence de la propriété hypothécaire. Il comprend la description géométrique et la propriété de chaque parcelle. En Grèce, le cadastre… … Wikipédia en Français
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek