-
1 συγκαλώ
-
2 συγκαλώ
[синкало] ρ созывать, собирать. -
3 συγκαλεω
(fut. συγκαλέσω - атт. συγκαλῶ) реже med. созывать(τινας Hom., Her., Xen., Luc., NT., med. NT.)
σ. τινι καί τινα Xen. — приглашать вместе с кем-л. также и кого-л. (еще) -
4 ολομέλεια
η1) пленум;παίρνω μέρος στην ολομέλεια — принимать участие в пленуме;
συγκαλώ ολομέλεια — созывать пленум;
έγινε ολομέλεια — состоялся пленум;
2) полный состав;τό δικαστήριον εν ολομέλεία — суд в полном составе
-
5 συν-
(συμ\\, συγ\\, συλ\\, συρ\\, συσ\\, συ\) приставка, означ.:1) совместность действия, соучастие: συγκαλώ, σύντροφος; 2) согласие, единство: συμφωνώ; 3) содействие, помощь: συμμαχώ, συμπράττω; 4) собирательность: συνέρχομαι, συνθέτω; 5) одновременность: σύγχρονος; 6) завершённость, полноту действия: συντρίβω, συμπληρώνω; 7) соединение: συνδέω, συρράπτω
См. также в других словарях:
συγκαλώ — συγκαλῶ, έω, ΝΜΑ [καλῶ] καλώ πολλά άτομα συγχρόνως σε ορισμένο χώρο για σύσκεψη και λήψη αποφάσεων (α. «ο πρόεδρος συγκαλεί τα μέλη τού συμβουλίου σε έκτακτη συνεδρίαση» β. «ὁ Κῡρος συνεκάλεσε Περσέων τοὺς πρώτους», Ηρόδ.) αρχ. 1. προσκαλώ… … Dictionary of Greek
συγκαλώ — συγκαλώ, συγκάλεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκαλώ — συγκάλεσα, συγκλήθηκα, συγκαλεσμένος, καλώ πολλούς στο ίδιο μέρος: Ο πρωθυπουργός συγκάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο. – Ο γυμνασιάρχης συγκάλεσε τους καθηγητές σε έκτακτη συνεδρίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκαλῶ — συγκαλέω call to council pres subj act 1st sg (attic epic doric) συγκαλέω call to council pres ind act 1st sg (attic epic doric) συγκαλέω call to council fut ind act 1st sg (attic epic doric) συγκαλέω call to council pres subj act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
αναμαζώνω — και ανεμαζώνω 1. μαζεύω από εδώ κι από εκεί, περιμαζεύω, περισυλλέγω 2. τακτοποιώ, συγυρίζω 3. αποσπώ, απομακρύνω 4. καλώ, συγκαλώ 5. ψάχνω για κάτι και τό παίρνω στα χέρια μου 6. συγκεντρώνω πράγματα, θησαυρίζω 7. ζαρώνω από τον φόβο μου,… … Dictionary of Greek
αρχαιρεσιάζω — ἀρχαιρεσιάζω (Α) [αρχαιρεσία] 1. κάνω αρχαιρεσίες, συγκαλώ συνέλευση για εκλογή αρχόντων 2. επιδιώκω κάποια αρχή ή αξίωμα … Dictionary of Greek