-
1 συνάλλαγμα
συνάλλαγμαcovenant: neut nom /voc /acc sg -
2 συνάλλαγμα
συνάλλαγμα, ατος, τό (s. next entry; Hippocr. et al.) contract, agreement (Demosth., Aristot. et al.; ins, pap; 1 Macc 13:42; Jos., Ant. 16, 45; PsSol 4:4) βίαια συναλλάγματα extorted contracts B 3:3 (Is 58:6).—DELG s.v. ἄλλος. -
3 συνάλλαγμα
-ατος + τό N 3 0-0-1-0-2=3 Is 58,6; 1 Mc 13,42; PSal 4,4covenant, contract PSal 4,4; συναλλάγματα dealings, transactions, bargains Is 58,6 ἐν ταῖς συγγραφαῖς καὶ συναλλάγμασιν in the documents and treaties 1 Mc 13,42 Cf. SCHÜRER 1890, 259 -
4 συνάλλαγμα
A covenant, contract, D.24.213, Arist.Rh. 1354b25, PEleph.1.14 (iv B.C.), PEnteux 55.6 (iii B.C.), etc.;σ. ποιεῖσθαι D.30.21
;διαλύειν D.H.6.22
; commitments,διὰ -μάτων ἀνάγκην Aen.Tact.5.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνάλλαγμα
-
5 συνάλλαγμα
1) currency2) exchangeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συνάλλαγμα
-
6 συναλλαγμάτων
συνάλλαγμαcovenant: neut gen pl -
7 συναλλάγμασι
συνάλλαγμαcovenant: neut dat pl -
8 συναλλάγμασιν
συνάλλαγμαcovenant: neut dat pl -
9 συναλλάγματα
συνάλλαγμαcovenant: neut nom /voc /acc pl -
10 συναλλάγματι
συνάλλαγμαcovenant: neut dat sg -
11 συναλλάγματος
συνάλλαγμαcovenant: neut gen sg -
12 πληροφορέω
A bring full measure: satisfy fully, PAmh.2.66.42 (ii A. D.), PMag.Lond.121.910; esp. assure,τινὰ ὅρκοις Ctes.Fr.29.39
, cf. Cod Just.1.1.7.23.2 fulfil,τὴν διακονίαν 2 Ep.Ti.4.5
;τὸ πατρῷον συνάλλαγμα Arch.Pap.5.383
(i/ii A. D.):—[voice] Pass., to be fulfilled, Ev.Luc. 1.1, Vett.Val.43.18.3 pay in full, POxy.1473.8 ([voice] Pass., iii A. D.), etc.II [voice] Pass., of persons, have full satisfaction, to be fully assured,ὅτι.. Ep.Rom.4.21
: abs., ib.14.5.2 π. τοῦ ποιῆσαι to be fully bent on doing, LXXEc.8.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πληροφορέω
-
13 συναλλάσσω
A (Ephesus, i B.C.). etc.: 2 [tense] aor. [voice] Pass.συνηλλάγην PTeb.329.10
:—bring into intercourse with, associate with, :—[voice] Pass., have intercourse with, ;ᾗ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοί S.Aj. 493
.2 reconcile,τινάς τισι Th.1.24
; τινας, opp. διαλλάττειν, X.Vect.5.8;τινὰς εἰς εἰρήνην Act.Ap.7.26
: abs., Pl.Lg. 930a:—[voice] Pass. and [voice] Med., to be reconciled or come to terms with, make a league or alliance with,πρός τινας Th.8.90
, X.An.1.2.1: abs., make peace, Th.5.5, X.HG2.4.43, etc.; μετρίως on fair terms, Th.4.19.II intr., have dealings with another, S.OT 1110, E.Heracl.4; ἦ ξυνήλλαξάς τί που; hast thou had any dealings with him, S.OT 1130.2 enter into engagements or contracts (cf.συνάλλαγμα 11
), Leg.Gort.9.44, al., Arist.EN 1162b24, 1178b11, D.24.192, Din. ap. Gramm. in Reitzenstein Ind.Lect.Rost. 1892/3p.7, PCair.Zen.359.6, 12 (iii B.C.), SIGl.c.; οἱ συνηλλαχότες the parties to a contract, PTeb.5.212 (ii B.C.), cf. POxy. 34i 10, al. (ii A.D.): c. acc. cogn.,τοιοῦτον πρᾶγμα συναλλάττων D.30.12
, cf. D.H.6.22, BGU1062.10:—[voice] Pass., to be the subject of a contract, PTeb.329.10 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναλλάσσω
См. также в других словарях:
συνάλλαγμα — covenant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνάλλαγμα — Στην οικονομική γλώσσα, μέσο πληρωμής που χρησιμοποιείται στο διεθνές εμπόριο. Τα ξένα σ. είναι πιστωτικοί τίτλοι σε ξένο νόμισμα που –Όταν περιέλθουν στα χέρια των εξαγωγέων– με τη μεσολάβηση μιας τράπεζας παραχωρούνται από αυτήν στους… … Dictionary of Greek
συνάλλαγμα — το αξία σε ξένο νόμισμα: Τιμωρήθηκε για παράνομη εξαγωγή συναλλάγματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συναλλαγμάτων — συνάλλαγμα covenant neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλάγμασι — συνάλλαγμα covenant neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλάγμασιν — συνάλλαγμα covenant neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλάγματα — συνάλλαγμα covenant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλάγματι — συνάλλαγμα covenant neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλάγματος — συνάλλαγμα covenant neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοζύγιο πληρωμών — Οι χρηματοοικονομικές ροές μίας χώρας με το εξωτερικό σε μία ορισμένη χρονική περίοδο (συνήθως το έτος). Το ι.π. διαρθρώνεται σε διαδοχικά επίπεδα και είναι εξ ορισμού ισοσκελισμένο. Οι όποιες αποκλίσεις παρουσιάζονται στην πράξη είναι προϊόν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek