-
1 ξυμφορα
ион. συμφορή ἥ1) взнос2) стечение обстоятельств, случайность, тж. случай, происшествие(συμφοραὴ ἐσθλαί Eur.; σ. ἄχαρις Her.)
συμφοραὴ βίου Aesch., Soph. — житейские превратности;πρὸς τὰς ξυμφορὰς καὴ τὰς γνώμας τρέπεσθαι Thuc. — менять свои убеждения в соответствии с обстоятельствами3) исходαἱ ξυμφοραὴ τῶν πραγμάτων Thuc. — исход, событий;
αἱ ξυμφοραὴ τῶν βουλευμάτων Soph. — результат советов4) несчастная случайность, несчастье, бедаἐπὴ συμφορέν ἐμπίπτειν Her. — стать жертвой несчастного случая;
τῇ συμφορῇ κεχρημένος Her. — постигнутый несчастьем;κοινέ τῶν Ἑλλήνων σ. Aeschin. — несчастье (бич) всей Эллады5) счастливое происшествие, благополучный исход Aesch., Soph.πίνειν ἐπὴ συμφοραῖς Simonides ap. Arph. — пить за счастье
6) проступок, преступление -
2 συμφορα
ион. συμφορή ἥ1) взнос2) стечение обстоятельств, случайность, тж. случай, происшествие(συμφοραὴ ἐσθλαί Eur.; σ. ἄχαρις Her.)
συμφοραὴ βίου Aesch., Soph. — житейские превратности;πρὸς τὰς ξυμφορὰς καὴ τὰς γνώμας τρέπεσθαι Thuc. — менять свои убеждения в соответствии с обстоятельствами3) исходαἱ ξυμφοραὴ τῶν πραγμάτων Thuc. — исход, событий;
αἱ ξυμφοραὴ τῶν βουλευμάτων Soph. — результат советов4) несчастная случайность, несчастье, бедаἐπὴ συμφορέν ἐμπίπτειν Her. — стать жертвой несчастного случая;
τῇ συμφορῇ κεχρημένος Her. — постигнутый несчастьем;κοινέ τῶν Ἑλλήνων σ. Aeschin. — несчастье (бич) всей Эллады5) счастливое происшествие, благополучный исход Aesch., Soph.πίνειν ἐπὴ συμφοραῖς Simonides ap. Arph. — пить за счастье
6) проступок, преступление -
3 συμπεριδινεομαι
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
ευσυμπερίφορος — εὐσυμπερίφορος, ον (Α) αυτός μαζί με τον οποίο μπορεί να ζήσει κάποιος εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ περι φορά] … Dictionary of Greek