Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συμ-πότης

См. также в других словарях:

  • καταπότης — καταπότης, ὁ (Α) λάρυγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. προ πότης, συμ πότης] …   Dictionary of Greek

  • ηδυπότης — ἡδυπότης, ὁ (Α) 1. (επίθ. τού Διονύσου) αυτός που τού αρέσει το ποτό, λάτρης τού ποτού, φιλοπότης 2. (για αμπέλι) αυτό που παρέχει καλό και γλυκό ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πότης (< πίνω), πρβλ. οινο πότης συμ πότης] …   Dictionary of Greek

  • παλιμπότης — παλιμπότης, ὁ (Α) είδος διπλού ποτηριού αποτελούμενου από δύο ενωμένα στις βάσεις ποτήρια ώστε να δέχεται υγρό και από τις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πότης (< πίνω), πρβλ. συμ πότης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»