-
1 συμφορητος
-
2 συμφορητός
συμφορητόςbrought together: masc nom sg -
3 συμφορητός
A brought together, collected,πόλις ἐκ πολλῶν σ. ἐθνῶν D.H.3.10
;Χρησμοὶ ἐκ πολλῶν τόπων Id.4.62
;σ. ὄχλος Id.Dem.36
;σ. ἐκ ποικίλων πτερῶν Luc.Pseudol.5
;ἐκ σ. ῥακίων ἠπημένος BCH51.326
([place name] Athens).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφορητός
-
4 συμφορητός
συμ-φορητός, zusammengetragen; δεῖπνον, ein Schmaus, zu dem jeder Gast seinen Beitrag liefert, Picknick -
5 συμφορητά
συμφορητόςbrought together: neut nom /voc /acc plσυμφορητά̱, συμφορητόςbrought together: fem nom /voc /acc dualσυμφορητά̱, συμφορητόςbrought together: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 συμφορητόν
συμφορητόςbrought together: masc acc sgσυμφορητόςbrought together: neut nom /voc /acc sg -
7 συμφορητοί
συμφορητόςbrought together: masc nom /voc pl -
8 συμφορητούς
συμφορητόςbrought together: masc acc pl -
9 συμφορητή
συμφορητόςbrought together: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
10 ξυμφορητόν
συμφορητόν, συμφορητόςbrought together: masc acc sgσυμφορητόν, συμφορητόςbrought together: neut nom /voc /acc sg -
11 συμ-φερτός
συμ-φερτός, wie συμφορητός, zusammengetragen, -gebracht, verbunden; συμφερτὴ ἀρετή, vereinigte Tapferkeit, Kraft, H. 13, 237; Nonn. D. 5, 387 u. öfter.
-
12 εστιασις
- εως ἥ1) угощение, пиршество Thuc., etc.ἑ. συμφορητός Arst. (= ἔρανος) — обед вскладчину;
ἑστίασιν ἑστιᾶν Luc. — давать званый пир, угощать;ἥ τῶν λόγων ἑ. Plat. — приятная беседа -
13 συμφορητής
-
14 συμφορητῆς
-
15 συμφορητού
-
16 συμφορητοῦ
-
17 ἑστίασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑστίασις
См. также в других словарях:
συμφορητός — brought together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορητός — όν, θηλ. και ή, Α [συμφορῶ] 1. συγκεντρωμένος στο ίδιο σημείο («συμφορητὸς ὄχλος», Διον. Αλ.) 2. αυτός που προέρχεται από συλλογή διαφόρων πραγμάτων, που συναποτελείται από διάφορα πράγματα («ἅτε νεόκτιστος οὖσα καὶ ἐκ πολλῶν συμφορητὸς ἐθνῶν… … Dictionary of Greek
συμφορητά — συμφορητός brought together neut nom/voc/acc pl συμφορητά̱ , συμφορητός brought together fem nom/voc/acc dual συμφορητά̱ , συμφορητός brought together fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορητόν — συμφορητός brought together masc acc sg συμφορητός brought together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορητοί — συμφορητός brought together masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορητοῦ — συμφορητός brought together masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορητούς — συμφορητός brought together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορητῆς — συμφορητός brought together fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφορητή — συμφορητός brought together fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμφορητόν — συμφορητόν , συμφορητός brought together masc acc sg συμφορητόν , συμφορητός brought together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστίαση — (Φυσ.). Η συγκέντρωση δέσμης ακτίνων σε ένα συγκεκριμένο σημείο. ε. δέσμης ηλεκτρονίων σε έναν σωλήνα καθοδικών ακτίνων. Οι κύριες μέθοδοι στην περίπτωση αυτή είναι η ηλεκτροστατική ε. και η ηλεκτρομαγνητική ε. Στην πρώτη, η δέσμη των ηλεκτρονίων … Dictionary of Greek