-
1 συμ-πράσσω
συμ-πράσσω, att. - ττω, ion. συμπρήσσω (s. πράσσω), Etwas mit einem Andern zugleich od. zusammen thun, Einem beistehen, ihn unterstützen; τὰ δ' ἄλλα καὶ σύμπρασσε, Soph. Ai. 1371; Tr. 1167; σήμαιν' ὅτι χρή σοι συμπράττειν, Aesch. Prom. 295; ἥνπερ ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν, σύμπραξον, Eur. I. T. 980; auch wie πράττω, in einer Lage sich befinden, σὺν κακῶς πράσσουσιν συμπράσσω κακῶς, Heracl. 27; u. in Prosa: Thuc. 3, 56. 8, 5 u. öfter; Plat. Ep. VII, 337 d; τινί, ὅπως ἕξει τι, Isocr. 4, 126, Xen. Cyr. 3, 2, 28; Pol. u. a. Sp. – Med. zum Eintreiben einer Schuld, Vollziehen einer Rache behülflich sein, συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς, Her. 5, 94, sie halfen dem Menelaus den Raub der Helena rächen.
-
2 συμ-πρήκτωρ
συμ-πρήκτωρ, ορος, ὁ, u. συμπρήσσω, ion. statt συμπράκτωρ, συμπράσσω, Her.
-
3 ξυμπρασσω
атт. συμπράττω, ион. συμπρήσσω1) содействовать, помогатьσ. τινί τι Aesch., Eur., Arst., τινὴ περί τινος Xen. и τινὴ ὑπέρ τινος Polyb. — помогать кому-л. в чем-л.;
σ. εἰρήνην Xen. — содействовать заключению мира;μέ ἑτέρων συμπραττόντων Lys. — без посторонней помощи2) действовать вместе, сотрудничать(τινί Xen.)
οἱ συμπράσσοντες Thuc., Xen. — члены союза, союзники;σ. (v. l. συμπάσχειν) κακῶς σύν τινι Eur. — разделять чьи-л. страдания3) med. совместно мстить, помогать отмщению -
4 συμπρασσω
атт. συμπράττω, ион. συμπρήσσω1) содействовать, помогатьσ. τινί τι Aesch., Eur., Arst., τινὴ περί τινος Xen. и τινὴ ὑπέρ τινος Polyb. — помогать кому-л. в чем-л.;
σ. εἰρήνην Xen. — содействовать заключению мира;μέ ἑτέρων συμπραττόντων Lys. — без посторонней помощи2) действовать вместе, сотрудничать(τινί Xen.)
οἱ συμπράσσοντες Thuc., Xen. — члены союза, союзники;σ. (v. l. συμπάσχειν) κακῶς σύν τινι Eur. — разделять чьи-л. страдания3) med. совместно мстить, помогать отмщению -
5 συμπρήκτωρ
A v. συμπράκτωρ, συμπράσσω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπρήκτωρ
См. также в других словарях:
συμπρήσσω — Α ιων. τ. βλ.συμπράττω … Dictionary of Greek
συμπράττω — ΝΜΑ, και συμπράσσω και ιων. τ. συμπρήσσω Α [πράττω] πράττω, κάνω κάτι μαζί με άλλους, συνεργάζομαι με άλλους για να γίνει κάτι (α. «δεν δέχθηκε να συμπράξει» β. «φέρε γὰρ σήμαιν ὅ, τι χρή σοι συμπράσσειν», Αισχύλ. γ. «οἳ ἐδόκουν μάλιστα ξυμπρᾱξαι … Dictionary of Greek