Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συμπλέκω

См. также в других словарях:

  • συμπλέκω — twine pres subj act 1st sg συμπλέκω twine pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλέκω — ΝΜΑ [πλέκω] 1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, σχηματίζω σύμπλεγμα (α. «συμπλέκω τα χέρια μου» β.«τῷ δὲ νικῶντι σταχύων δρεπομένην... συμπλέκειν στέφανον», Πλούτ.) 2. συνδέω, συνενώνω 3. μέσ. συμπλέκομαι α) συναποτελώ σύμπλεγμα β) έρχομαι στα χέρια …   Dictionary of Greek

  • συμπλέκω — συνέμπλεξα, συμπλέχτηκα, συμπλεγμένος 1. συνενώνω, συνδέω: Συμπλέκω τα χέρια. 2. συγκρούομαι, έρχομαι στα χέρια, τσακώνομαι: Οι αστυνομικοί είχαν εντολή να μη συμπλακούν με τους διαδηλωτές. 3. συνενώνομαι, συνδέομαι: Με το σύνδεσμο «και» ή το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπεπλεγμένα — συμπλέκω twine perf part mp neut nom/voc/acc pl συμπεπλεγμένᾱ , συμπλέκω twine perf part mp fem nom/voc/acc dual συμπεπλεγμένᾱ , συμπλέκω twine perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλέκεσθε — συμπλέκω twine pres imperat mp 2nd pl συμπλέκω twine pres ind mp 2nd pl συμπλέκω twine imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλέκετε — συμπλέκω twine pres imperat act 2nd pl συμπλέκω twine pres ind act 2nd pl συμπλέκω twine imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλέκῃ — συμπλέκω twine pres subj mp 2nd sg συμπλέκω twine pres ind mp 2nd sg συμπλέκω twine pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλέξω — συμπλέκω twine aor subj act 1st sg συμπλέκω twine fut ind act 1st sg συμπλέκω twine aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπεπλεγμένων — συμπλέκω twine perf part mp fem gen pl συμπλέκω twine perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπλεκόμενον — συμπλέκω twine pres part mp masc acc sg συμπλέκω twine pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπεπλεγμέναι — συμπλέκω twine perf part mp fem nom/voc pl συμπεπλεγμένᾱͅ , συμπλέκω twine perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»