Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

συμπλοκή

См. также в других словарях:

  • συμπλοκῇ — συμπλοκή intertwining fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκή — intertwining fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκή — η, ΝΜΑ [συμπλέκω] 1. σύγκρουση, σύρραξη μεταξύ αντίπαλων ένοπλων ομάδων (α. «τη νύχτα οι συμπλοκές γενικεύθηκαν» β. «τὸν μὲν Ἱέρωνά φησι μετὰ τὴν συμπλοκὴν οὕτως ἔξω γενέσθαι τοῡ φρονεῑν», Πολύβ.) 2. συνδυασμός, σύνδεση όρων μιας πρότασης, κυρίως …   Dictionary of Greek

  • συμπλοκή — η 1. σύγκρουση: Δεν αποφεύχθηκαν οι συμπλοκές στις προεκλογικές συγκεντρώσεις. 2. σύνδεση με κάτι άλλο: Αποφατική συμπλοκή δύο προτάσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυμπλοκῇ — συμπλοκῇ , συμπλοκή intertwining fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκῆι — συμπλοκῇ , συμπλοκή intertwining fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκαῖς — συμπλοκή intertwining fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκαί — συμπλοκή intertwining fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκῆς — συμπλοκή intertwining fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκήν — συμπλοκή intertwining fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπλοκῶν — συμπλοκή intertwining fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»