Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

συμβολαίων

См. также в других словарях:

  • συμβολαίων — συμβόλαιον mark neut gen pl συμβόλαιος of fem gen pl συμβόλαιος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμβολαίων — συμβολαίων , συμβόλαιον mark neut gen pl συμβολαίων , συμβόλαιος of fem gen pl συμβολαίων , συμβόλαιος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… …   Dictionary of Greek

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • ЭФОРЫ —    • Έφοροι,        1. спартанская должность, состоявшая из 5 членов, назначавшихся ежегодно в осеннее равноденствие, т. е. в начале спартанского года, из среды народа, первоначально царями, позже самим народом, частью для судопроизводства в… …   Реальный словарь классических древностей

  • BOCCHORIS — inter partiarios Aegypti Regulos, post Thebanorum Regum collapsam in Asia potentiam, non minus ob prudentiam, quam Necepsos, ob caelestem scientiam, memorandus: Thnephachthos successit patri, Thebanus Plutarcho, Africano Saita. Corpore quidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μάγιστρος — Ανώτατη αρχή στη διοικητική ιεραρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο μ. είχε την εποπτεία της διοίκησης, ήταν αρχηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, διεξήγαγε τις συνεννοήσεις με τις ξένες …   Dictionary of Greek

  • μνήμων — ον (ΑΜ μνήμων, ον, Α δωρ. τ. μνάμων) 1. αυτός που θυμάται κάποιον ή κάτι ή αυτός που σκέπτεται κάποιον ή κάτι («κακών τε μνήμονες, σεμναὶ καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῑς», Αισχύλ.) 2. αυτός που θυμάται εύκολα, αυτός που έχει πολύ καλή μνήμη, αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • συγγραφοφύλαξ — ακος, ὁ, Α (στην Αίγυπτο) υπάλληλος αρμόδιος για τη φύλαξη συμβολαίων και άλλων εγγράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «έγγραφο, συμβόλαιο» / φύλαξ (πρβλ. σκευο φύλαξ)] …   Dictionary of Greek

  • συμβολαιογράφος — Δημόσιος υπάλληλος επιφορτισμένος με τη σύνταξη, τη διαφύλαξη ή την έκδοση δύο κατηγοριών εγγράφων: α’, όλων των ιδιωτικών εγγράφων στα οποία οι ενδιαφερόμενοι θέλουν να προσδώσουν ιδιαίτερο κύρος, δίνοντας σχετική εντολή διατύπωσης τους από τον… …   Dictionary of Greek

  • συναλλαγματογραφία — ἡ, Α [συναλλαγματογράφος] η σύνταξη συμβολαίων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»