-
1 συμ-βόλαιον
συμ-βόλαιον, τό, wie σύμβολον, Zeichen, aus dem man Etwas schließt, Anzeichen, Merkmal, ὡς οὐκέτ' ὄντος γὰρ τὰ συμβόλαιά σου πρὸς τὰς παρούσας ξυμφορὰς ἐφαίνετο, Soph. Phil. 872; ἃ νῷν συμβόλαια πρόσϑεν ἦν, Eur. Ion 411; Her. 5, 92, 7; – bes. Handelsverkehr, Handelsgeschäft, u. die daraus entspringenden Verpflichtungen, Eontraete u. dgl., τῶν πρὸς ἀλλήλους συμβολαίων, Plat. Polit. 294 e; Soph. 225 b; ἰόντα εἰς τὰ συμβόλαια, Legg. I, 649 e; πρὸς ἅπαντα τὰ ξυμβόλαια καὶ κοινωνήματα, V, 738 a; δικαιοσύνη ἡ ἐν συμβολαίοις, Xen. Hier. 9, 6; συμβολαίου λαχεῖν τινα, Jem. wegen eines Contractes vor Gericht belangen, Lys. 17, 3; περὶ ἰδίων συμβολαίων ἀγωνιζόμενοι, 30, 8; ἀντίδικος ἐξ ἑτέρων συμβολαίων, Is. 5, 33; vgl. Andoc. 1, 88; Lys. 3, 26; bei Dem. 18, 210 cutsprechen τὰ τοῦ καϑ' ἡμέραν βίου συμβόλαια den ἴδιαι δίκαι; πρὸς τὰ ξυμβόλαια, Handelsverkehr, Isocr. 2, 22; auch ausgeliehenes Geld, συμβόλαιον εἰς ἀνδράποδα συμβεβλημένον, Dem. 27, 27; τὰ Ἀϑήναζε καὶ Ἀϑήνηϑεν συμβόλαια, 32, 1, welche Rede, wie die 33., über dergleichen handelt; vgl. ib. §. 3, ὅσα ἐμοὶ καὶ τούτῳ ἐγένετο συμβόλαια, u. ἄλλου συμβολαίου οὐκ ὄντος ἐμοὶ πρὸς αὐτόν, u. συμβόλαιον συμβάλλειν τινί, 34, 1; συμβολαίων ἀποστερεῖν, um geliehenes Geld betrügen, D. Hal. 5, 66; ἀπώλλυ το τῷ πατρὶ τὸ συμβόλαιον, Dem. 49, 2, meinem Vater war die Schuldforderung verloren, er büßte sein Darlehn ein; συμβόλαια ἰδιωτικά, Privatvertrag, Pol. 20, 6, 1; περὶ συμβολαίων ἀμφισβητοῦντες, 26, 1, 11.
-
2 βεβαίωσις
βεβαίωσις, ἡ, Bestätigung, Bekräftigung, γνώμης Thuc. 1, 140; συμβολαίων Plut. Sol. 14; – βεβαιώσεως δίκη Poll. 8, 34; vgl. Meier att. Proceß S. 515.
-
3 συμβόλαιον
συμ-βόλαιον, τό, Zeichen, aus dem man etwas schließt, Anzeichen, Merkmal; bes. Handelsverkehr, Handelsgeschäft, u. die daraus entspringenden Verpflichtungen, Kontracte u. dgl.; συμβολαίου λαχεῖν τινα, jem. wegen eines Kontractes vor Gericht belangen; πρὸς τὰ ξυμβόλαια, Handelsverkehr; auch ausgeliehenes Geld; συμβολαίων ἀποστερεῖν, um geliehenes Geld betrügen; ἀπώλλυτο τῷ πατρὶ τὸ συμβόλαιον, meinem Vater war die Schuldforderung verloren, er büßte sein Darlehn ein; συμβόλαια ἰδιωτικά, Privatvertrag
См. также в других словарях:
συμβολαίων — συμβόλαιον mark neut gen pl συμβόλαιος of fem gen pl συμβόλαιος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβολαίων — συμβολαίων , συμβόλαιον mark neut gen pl συμβολαίων , συμβόλαιος of fem gen pl συμβολαίων , συμβόλαιος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… … Dictionary of Greek
δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… … Dictionary of Greek
ЭФОРЫ — • Έφοροι, 1. спартанская должность, состоявшая из 5 членов, назначавшихся ежегодно в осеннее равноденствие, т. е. в начале спартанского года, из среды народа, первоначально царями, позже самим народом, частью для судопроизводства в… … Реальный словарь классических древностей
BOCCHORIS — inter partiarios Aegypti Regulos, post Thebanorum Regum collapsam in Asia potentiam, non minus ob prudentiam, quam Necepsos, ob caelestem scientiam, memorandus: Thnephachthos successit patri, Thebanus Plutarcho, Africano Saita. Corpore quidem… … Hofmann J. Lexicon universale
μάγιστρος — Ανώτατη αρχή στη διοικητική ιεραρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου και κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο μ. είχε την εποπτεία της διοίκησης, ήταν αρχηγός της αυτοκρατορικής φρουράς, διεξήγαγε τις συνεννοήσεις με τις ξένες … Dictionary of Greek
μνήμων — ον (ΑΜ μνήμων, ον, Α δωρ. τ. μνάμων) 1. αυτός που θυμάται κάποιον ή κάτι ή αυτός που σκέπτεται κάποιον ή κάτι («κακών τε μνήμονες, σεμναὶ καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῑς», Αισχύλ.) 2. αυτός που θυμάται εύκολα, αυτός που έχει πολύ καλή μνήμη, αυτός που… … Dictionary of Greek
συγγραφοφύλαξ — ακος, ὁ, Α (στην Αίγυπτο) υπάλληλος αρμόδιος για τη φύλαξη συμβολαίων και άλλων εγγράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «έγγραφο, συμβόλαιο» / φύλαξ (πρβλ. σκευο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
συμβολαιογράφος — Δημόσιος υπάλληλος επιφορτισμένος με τη σύνταξη, τη διαφύλαξη ή την έκδοση δύο κατηγοριών εγγράφων: α’, όλων των ιδιωτικών εγγράφων στα οποία οι ενδιαφερόμενοι θέλουν να προσδώσουν ιδιαίτερο κύρος, δίνοντας σχετική εντολή διατύπωσης τους από τον… … Dictionary of Greek
συναλλαγματογραφία — ἡ, Α [συναλλαγματογράφος] η σύνταξη συμβολαίων … Dictionary of Greek