Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συμβιωτής

См. также в других словарях:

  • συμβιωτής — one who lives with masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβιωτής — ὁ, ΜΑ [συμβιῶ, ώνω] μσν. μοναχός στο ίδιο μοναστήρι με κάποιον άλλο («συμβιωτής ἀδελφός») αρχ. 1. σύντροφος, εταίρος («Σαρδαναπάλου ἤ τῶν ἐκείνου συμβιωτῶν», Πολ.) 2. ευνοούμενος τού βασιλιά ή τού αυτοκράτορα τής Ρώμης 3. μέλος εταιρείας …   Dictionary of Greek

  • συμβιωταῖς — συμβιωτής one who lives with masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβιωτοῦ — συμβιωτής one who lives with masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβιωτῇ — συμβιωτής one who lives with masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβιωτήν — συμβιωτής one who lives with masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβιωτῶν — συμβιωτής one who lives with masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβιωτάς — συμβιωτά̱ς , συμβιωτής one who lives with masc acc pl συμβιωτά̱ς , συμβιωτής one who lives with masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԿՑՈՐԴ — (ի, աց.) NBH 1 1139 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. κοινωνός, συγκοινωνός particeps, consors, socius. իսկ Կենաց կցորդ, συμβιωτής conviva. Որ կից գտանի իւիք ընդ այլում. մասնակից. հաղորդ. հաւասարորդ, գործակից.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»