-
1 συλλέγω
συλ|λέγω собирать вместе, подбирать (ср. συλλόγος) συλ|λέγω, συλ|λέξω, συν|έλεξα | συν|είλεγμαι, συν|ελέγην -
2 ξυλλεγω
[λέγω II] (aor. συνέλεξα, pf. συνείλοχα; pass.: fut. συλλεγήσομαι, aor. συνελέχθην и συνελέγην, pf. συνείλεγμαι и συλλέλεγμαι)1) собирать(κτέατα Hom.; τὰ ὀστέα Her.; ἐράνους Dem.; τὰ ζιζάνια NT.; τὸ συλλεχθὲν εἰς τὰς ὑποδοχὰς ὕδωρ Arst.)
σύλλεξαι σθένος Eur. — соберись с силами;βίον σ. Eur. — добывать себе пропитание;ἐκ τῆς ἀσθενείας σ. ἑαυτόν Plat. — оправиться от слабости;εἰς αὑτὸν συλλέγεσθαι Plat. — приходить в себя2) копить, накапливать(φερνάς τινι Her.)
αὑτῷ σ. Men. — копить себе добро3) созывать, собирать(ἐγχωρίους Eur.; τέν ἐκκλησίαν Xen.)
συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις Her. — собираться в Сардах4) формировать(στρατόν Thuc.; λόχον Xen.)
ἐκ τούτων συνελέγετο αὐτῷ ἥ πολυλογία Xen. — вследствие этого у него сложилась привычка к многословию5) составлять, сочинять(μονῳδίας Arph.; ῥήματα καὴ λόγους Dem.)
6) собирать сведения(σ. καὴ πυνθάνεσθαι Dem.)
-
3 συλλεγω
[λέγω II] (aor. συνέλεξα, pf. συνείλοχα; pass.: fut. συλλεγήσομαι, aor. συνελέχθην и συνελέγην, pf. συνείλεγμαι и συλλέλεγμαι)1) собирать(κτέατα Hom.; τὰ ὀστέα Her.; ἐράνους Dem.; τὰ ζιζάνια NT.; τὸ συλλεχθὲν εἰς τὰς ὑποδοχὰς ὕδωρ Arst.)
σύλλεξαι σθένος Eur. — соберись с силами;βίον σ. Eur. — добывать себе пропитание;ἐκ τῆς ἀσθενείας σ. ἑαυτόν Plat. — оправиться от слабости;εἰς αὑτὸν συλλέγεσθαι Plat. — приходить в себя2) копить, накапливать(φερνάς τινι Her.)
αὑτῷ σ. Men. — копить себе добро3) созывать, собирать(ἐγχωρίους Eur.; τέν ἐκκλησίαν Xen.)
συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις Her. — собираться в Сардах4) формировать(στρατόν Thuc.; λόχον Xen.)
ἐκ τούτων συνελέγετο αὐτῷ ἥ πολυλογία Xen. — вследствие этого у него сложилась привычка к многословию5) составлять, сочинять(μονῳδίας Arph.; ῥήματα καὴ λόγους Dem.)
6) собирать сведения(σ. καὴ πυνθάνεσθαι Dem.)
См. также в других словарях:
Augment — Dans le domaine indo européen, l’augment est un élargissement gauche du radical des verbes qui va de pair avec des désinences personnelles et s’utilisant pour les temps du passé de l’indicatif en grec ancien et moderne (à moins qu il ne s agisse… … Wikipédia en Français
θρησκολέκτης — θρησκολέκτης, ὁ (Μ) ο ιεροκήρυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + λέκτης (< λέγω), πρβλ. δικο λέκτης, συλ λέκτης) … Dictionary of Greek
θρυλλολέκτης — θρυλλολέκτης, ὁ (Μ) ο φλύαρος, αυτός που λέγει λόγια χωρίς ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύλλος + λέκτης (< λέγω), πρβλ. συλ λέκτης, χρυσ εκ λέκτης] … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek
λογή — λογή, ἡ (Α) υπολογισμός, προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λογ (ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέμ. λέγ τού λέγω) σχηματισμένο πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε λογή (πρβλ. δια λογή, συλ λογή)] … Dictionary of Greek
περιλογή — ἡ, Μ συνδιάσκεψη για προπαρασκευή συνθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λογή (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. συλ λογή] … Dictionary of Greek