Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συλ-λέγω

См. также в других словарях:

  • Augment — Dans le domaine indo européen, l’augment est un élargissement gauche du radical des verbes qui va de pair avec des désinences personnelles et s’utilisant pour les temps du passé de l’indicatif en grec ancien et moderne (à moins qu il ne s agisse… …   Wikipédia en Français

  • θρησκολέκτης — θρησκολέκτης, ὁ (Μ) ο ιεροκήρυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + λέκτης (< λέγω), πρβλ. δικο λέκτης, συλ λέκτης) …   Dictionary of Greek

  • θρυλλολέκτης — θρυλλολέκτης, ὁ (Μ) ο φλύαρος, αυτός που λέγει λόγια χωρίς ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύλλος + λέκτης (< λέγω), πρβλ. συλ λέκτης, χρυσ εκ λέκτης] …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • λογή — λογή, ἡ (Α) υπολογισμός, προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λογ (ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέμ. λέγ τού λέγω) σχηματισμένο πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε λογή (πρβλ. δια λογή, συλ λογή)] …   Dictionary of Greek

  • περιλογή — ἡ, Μ συνδιάσκεψη για προπαρασκευή συνθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λογή (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. συλ λογή] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»