Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

συλλαβαί

См. также в других словарях:

  • συλλαβαί — συλλαβή conception fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλλαβαί — συλλαβαί , συλλαβή conception fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SYLLABAE — apud Quintilian. l. 11. c. 3. nec volubilitate nimiâ confundenda, quae dicimus, quia et distinctio perit et affecties et nonnumquam etiam verba aliquâ sui parte frandantur: fraudari dicuntur, quas pronuntiatio non exprimit, sed supprimit et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ληκτικός — ή, ό (Α ληκτικός, ή, όν) [λήγω] αυτός ο οποίος βρίσκεται στο τέλος, τελικός, καταληκτικός (α. «ληκτικό σύμφωνο» β. «ληκτικαὶ συλλαβαί», Απολλ. Δύσκ.) αρχ. αυτός που επιφέρει τέρμα σε κάτι («ληκτικὸς ὀδύνης», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • στηριγμός — ο, ΝΜΑ [στηρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στηρίζω, στήριξη, στήριγμα νεοελλ. αστρον. το σημείο τής φαινομένης τροχιάς ενός πλανήτη, κατά το οποίο εκείνος, ενώ μεταβάλλει φορά κινήσεως, φαίνεται να στέκεται ακίνητος μσν. αρχ. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • συλλαβή — Φωνητική ενότητα που μπορεί να προφερθεί κατά τρόπο αυτόνομο και η οποία, μαζί με μία ή περισσότερες άλλες, συγκροτούν μια λέξη. Σύμφωνα με την παραδοσιακή γλωσσολογία, κάθε συλλαβή αποτελείται από μία ηχητική κορυφή ή φωνητικό σημείο, γύρω από… …   Dictionary of Greek

  • συμφώνησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [συμφωνῶ] συμφωνητικό, συμβόλαιο αρχ. 1. συμφωνία 2. (ειδικά) γραμμ. συνίζηση («συμφώνησίς ἐστιν, ὁπόταν δύο [συλλαβαὶ] σύμφωνα μεταξὺ ἀλλήλων μὴ ἔχουσαι ἀντὶ μιᾱς παραλαμβάνονται», Ανέκδ. Κραμήρου) …   Dictionary of Greek

  • υποτακτικός — ή, ό / ὑποτακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και υποταχτικός, ή, ό, Ν [ὑποτάσσω] το θηλ. ως ουσ. η υποτακτική γραμμ. η έγκλιση τού ρήματος που παρουσιάζει το περιεχόμενό του ως προσδοκώμενο, που δηλώνει κυρίως επιθυμία και προσδοκία νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • ИНТРОНИЗАЦИЯ — [греч. ἐνθρονι[α]σμός], возведение новоизбранного Предстоятеля Поместной Церкви (а в древности и епископа) на кафедру. Смысл И. В традиц. церковной терминологии служение епископа прочно связано с его кафедрой (καθέδρα сиденье, стул и проч.) это… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»